του Barmak Akram
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
kabuli2.jpg
25 χρόνια πολέμου έχουν ρίξει περισσότερα από 50.000 παιδιά – στην ορφάνια ή στην απόλυτη φτώχια – στους δρόμους της Καμπούλ. Όλα αυτά τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα καθημερινά με την πείνα, τις αρρώστιες, τη βία, τα ναρκωτικά, την πορνεία και τη σκλαβιά. Συλλέκτες χαρτιού και τενεκεδένιων δοχείων, πωλητές αυγών και χαρτιού τουαλέτας, κουβαλητές νερού και κάρων, λούστροι, αυτά τα παιδιά - συχνά χωρίς γονείς ή εκπαίδευση - μεγαλώνουν στους δρόμους.
Αυτό αποτελεί και το αντικείμενο της ταινίας μου - τα παιδιά των δρόμων της σύγχρονης Καμπούλ. Ο ταξιτζής, ο Κάλεντ, ανακαλύπτει ένα αρσενικό μωρό, εγκαταλειμμένο από μια, καλυμμένη με μπούργκα, γυναίκα, στο πίσω μέρος του ταξί του. Πώς θα βρει τη γυναίκα πάλι; Πώς θα ξεφορτωθεί αυτό το 6 μηνών προβληματάκι; Και τι θα γίνει αν το κρατήσει τελικά αυτό το τοσοδούλι πρόβλημα, αυτός, ένας πατέρας που έχει μόνο οι κόρες;
Αυτή η εξαιρετικά απλή ιστορία ενός εγκαταλειμμένου μωρού δίνει στο σενάριο την ώθησή που χρειάζεται και παρέχει στην ταινία ένα αποτελεσματικό πλαίσιο: καθώς ο Κάλεντ ψάχνει να βρει το σωστό μέρος για να αφήσει το παιδί, ανακαλύπτουμε την Καμπούλ στα βήματά του, όπως σε μια picaresque ιστορία. Βυθισμένοι σε μια πλούσια, φορτωμένη πραγματικότητα, βρισκόμαστε αμέσως με ανθρώπους των οποίων η καθημερινή ζωή, τόσο γεμάτη με περιπέτειες, θα μπορούσε να παρέχει το ιδανικό υλικό για χίλια σενάρια.
kabuli3.jpgΤο να κάνω τον πρωταγωνιστή μου ταξιτζή, μου επέτρεψε, τρόπον τινά, να καταγράψω τις ζημίες που προκαλεί και αφήνει πίσω του ένας πόλεμος. Οι χαρακτήρες έχουν σκιαγραφηθεί πολύ προσεκτικά και με λεπτομέρεια - καρποί της μακροχρόνιας και στενής παρατήρησης κατά τη διάρκεια της μαγνητοσκόπησης των ντοκιμαντέρ μου. Δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπο της γυναίκας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του ερμηνεία σχετικά με το ερώτημα: τί θα έκανε μια μητέρα να εγκαταλείψει το παιδί της? Η σκληρή δουλειά αυτών των παιδιών του δρόμου, που υπερήφανα στηρίζουν τις οικογένειες τους παρέχοντάς τους ψωμί, μου έδωσε την ιδέα για τη σκηνή με τον πωλητή χαρτιού τουαλέτας και τον τύπο που πλένει αυτοκίνητα που «τραβάνε» λεφτά από τον Κάλεντ. Οι διάφοροι αρσενικοί χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές όψεις του ήρωα μας.
Η πόλη είναι μια πολύ ισχυρή παρουσία: το χάος της κίνησης γύρω από το σταθμό, τα κατεδαφισμένα στενάκια (που κατεδαφίστηκαν, όπως μαθαίνουμε, από τους βομβαρδισμούς των ΗΠΑ), μαγαζάκια κάθε είδους. Το να είσαι στην Καμπούλ σημαίνει να είσαι στη μέση ενός απέραντου πανδαιμόνιου όπου ο καθένας πρέπει να βρει έναν τρόπο επιβίωσης, όπου οι πολύχρωμοι χαρακτήρες μπορούν να βρεθούν όπου κι αν κοιτάξεις, και όπου η πιθανότητα του πραγματικού νέο-ρεαλισμού είναι πάντα εύκολη να επιτευχτεί.
Ο Κάλεντ είναι ο οδηγός μας και μας εισάγει με αληθινό τρόπο στην πόλη και τα μυστικά μονοπάτια της. Με τον Jean-Claude Carriere πέρασα 10 ημέρες τελειοποιώντας τη δομή και το σχεδιασμό των καταστάσεων, επανατοποθετώντας τις στις διάφορες τοποθεσίες με στόχο να δημιουργήσω μια αποτελεσματική ιστορία, μια «ντοκιμαντερική» ακρίβεια που να οδηγούν σε μια απολύτως ρεαλιστική ανακάλυψη της πόλης, της οργάνωσής της, της αποδιοργάνωσής της και των κατοίκων της.
Οι άνθρωποι του Αφγανιστάν γελάνε ακόμη και στα δύσκολα. Το χιούμορ τους βοηθάει να αποστασιοποιούνται. Χωρίς να είναι μια ξεκάθαρη κωμωδία, η ταινία μου έχει έναν αρκετά κωμικό χαρακτήρα. Όχι ακριβώς μια κωμωδία, αλλά μια ταινία που αντιμετωπίζει τα θέματά της με έναν χαλαρά διασκεδαστικό, συμπονετικό και πάντα πολύ ανθρώπινο τρόπο.
Θα ήθελα εδώ να αναφέρω το THE KID του Chaplin. Η σύγκριση δεν σταματά στο περιεχόμενο: οι δύο ταινίες έχουν πραγματικά κάτι από κοινού σχετικά με τον τρόπο που βλέπουν το υλικό τους: αστείες σκηνές, όπως όταν ο Κάλεντ προσεγγίζει τον γενειοφόρο καταδρομέα με τα πλαστικά σανδάλια ο οποίος φρουρεί το αστυνομικό τμήμα. Παράλογες σκηνές, όπως αυτή στο ραδιοσταθμό όταν πέντε γυναίκες προσποιούνται ότι είναι η μητέρα του μωρού. Γενικά, αυτές είναι οι κωμικοτραγικές περιπέτειες ενός αντί-ήρωα. Ακολουθούμε τη δράση, καταλαβαίνουμε και συμμεριζόμαστε το δίλημμα του Κάλεντ, και ανακαλύπτουμε συγχρόνως με μια πραγματική ευχαρίστηση τους διάφορους οργανισμούς που επισκεπτόμαστε: το ορφανοτροφείο ή τον γαλλικό ΜΚΟ του οποίου ο διευθυντής σκέφτεται σοβαρά να φροντίσει το μωρό μόνο και μόνο για να γοητεύσει τη συνάδελφό του.
kabuli1.jpgΣτην αρχή της ταινίας, η σκηνοθεσία είναι πολύ ρυθμική, πολύ ταραγμένη, για να ταρακουνήσει το κοινό και να τους ξυπνήσει στους κινδύνους μιας πόλης η οποία είναι γεμάτη τανκ. Στη συνέχεια ρεαλιστική, πιο συγκρατημένη, μόλις φτάσουμε στο σπίτι στα προάστια. Η ενέργεια επικρατεί. Η φορητή κάμερα δημιουργεί έναν αληθινό δυναμισμό. Η χρήση ενός φακού telephoto μου επέτρεψε να τραβήξω κάποιες σκηνές από προκειμένου να «εξαφανίσω» το επιτελείο μου από το γύρισμα. Η χρήση του φυσικού φωτός δίνει στην ταινία έναν ντοκιμενταριστικό ρεαλισμό, ενώ οι λάμπες πετρελαίου με τη, μερικές φορές, βίαια αντίθεση του φωτός δίνουν ένα ύφος chiaroscuro στην εικόνα.
Ο Abbas Kiarostami μου είπε, «Μια ταινία είναι μια ερώτηση. Εξαρτάται από το θεατή να βρεθεί η απάντηση.» Γιατί έχει εγκαταλείψει το παιδί της; Στο τέλος συναντάμε τη γυναίκα ξανά, αλλά παραμένει καλυμμένη, και δεν μιλά. Βλέπουμε μόνο τα δάκρυα, από τα μάτια της που καλύπτονται από τη μπούργκα, επάνω στο μάγουλο του παιδιού της. Κατά συνέπεια, από την επιλογή που έκανα με τον Jean-Claude Carriere, ο κύριος θηλυκός χαρακτήρας δεν έχει πρόσωπο, και η σύζυγος του Κάλεντ δεν έχει όνομα. Στο Αφγανιστάν, η ταυτότητα μιας γυναίκας είναι σχετική: είναι πάντα σύζυγος κάποιου. Η σύζυγος του Κάλεντ φοβάται ότι θα την αφήσει ή ότι θα πάρει μια δεύτερη σύζυγο. Ονειρεύεται να υιοθετήσει το μωρού, και το θηλάζει κρυφά. Η ταινία παρουσιάζει τη θέση των γυναικών στην αφγανική κοινωνία. Όπως στην Κίνα, το να γεννήσεις κόρη θεωρείται ντροπή. Υπάρχει επίσης το κοινωνικό βάρος που φορτώνεται από την κοινωνία στον Κάλεντ, ο οποίος έχει μόνο οι κόρες.
Παρά τα όσα συμβαίνουν, ο Κάλεντ αλλάζει από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας, από τη ματαιοδοξία στη συμπόνια. Η μοίρα τοποθετεί μια νέα ζωή στα χέρια του, μια νέα ζωή, την οποία, στην αρχή, επιθυμεί να ξεφορτωθεί αλλά για την οποία αισθάνεται όλο και περισσότερο υπεύθυνος.
Η ταινία εξιστορείται με ένα γραμμικό αφηγηματικό τρόπο που ξετυλίγεται πάνω από 36 ώρες. Ένα περιπετειώδες, χαοτικό και συχνά κωμικό ταξίδι σε μια πόλη 1.800 μέτρα επάνω από τη στάθμη της θάλασσας, κάτω από τον εκθαμβωτικό θερινό ήλιο.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή).