του Μισέλ Δημόπουλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_chris-marker.jpg

Chris Marker, Memories of the Future. Έκθεση (σε συνεργασία με τη Cinémathèque française), 19 Σεπτεμβρίου 2018 - 6 Ιανουαρίου 2019, BOZAR-Βρυξέλλες
Καμιά φορά μερικοί σκηνοθέτες κουβαλάνε ένα μύθο που δεν σχετίζεται τόσο με την ακτινοβολία που εκπέμπει το ίδιο τους το έργο, όσο με το μυστήριο που περιβάλλει το ίματζ τους, ή μάλλον το όνομά τους, προοίμιο μιας καλτ φιγούρας. Ο Κρις Μαρκέρ (1921-2012), στον οποίο αφιερώθηκε μια ξεχωριστή έκθεση αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στις Βρυξέλλες, ανήκει σ’ αυτούς.

Ο Μαρκέρ είναι «ο πιο διάσημος από τους άγνωστους σκηνοθέτες», όπως το διατύπωσε ένας γάλλος κριτικός. Στην Ελλάδα είναι απειροελάχιστες οι ταινίες του που βρήκαν διανομή (τα τελευταία χρόνια, πάντως, πολλές κυκλοφορούν ελεύθερα στο YouTube), μερικές μόνο προβλήθηκαν σε φεστιβάλ, όμως το όνομα του Κρις Μαρκέρ μοιάζει να είναι γνωστό σε αρκετούς απ’ όσους, άμεσα ή έμμεσα και ανεξαρτήτως ηλικίας, ασχολούνται με τον κινηματογράφο ή αυτοαποκαλούνται σινεφίλ. Ίσως επειδή αυτός ο ακούραστος ταξιδιώτης,παρών σε όλα τα μέτωπα της υφηλίου στα μεταπολεμικά επαναστατικά χρόνια, εκεί όπου η πολιτική και κοινωνική του στράτευση τον καλούσε κατεπειγόντως, λειτούργησε πάντα ως ελεύθερος σκοπευτής στο χώρο του δημιουργικού ντοκιμαντέρ, μη δίνοντας σε κανέναν λογαριασμό παρά μόνο στον εαυτό του και στη συνείδησή του. Και σ’ αυτές τις αδιάκοπες μετακινήσεις του, ο Μαρκέρ ύφαινε έναν ιστό προσωπικών επαφών, πολύπλοκων διεργασιών, τεχνολογικών εξερευνήσεων και μυστικών διασυνδέσεων δημιουργώντας γύρω από το όνομά του μια αύρα μυστηρίου και παιγνιώδους μυστικοπάθειας που ενισχύθηκε ακόμα πιο έντονα από την απέχθειά του να φωτογραφίζεται, την άρνησή του να εμφανίζεται στα media ή μπροστά σε κοινό και να δίνει συνεντεύξεις, δηλαδή στη λυσσαλέα απροθυμία του να επικοινωνεί αυτοπροσώπως και να προβάλλεται στα ΜΜΕ.
«Όσοι θέλουν να με γνωρίσουν, ας δουν τις ταινίες μου», έλεγε ο Μαρκέρ . Το κινηματογραφικό έργο του, πολύμορφο και σύνθετο, αριθμεί πάνω από 50 τίτλους (λίγες ταινίες μυθοπλασίας, πολλά ντοκουμέντα, ντοκιμαντέρ και δοκίμια ποικίλης διάρκειας, άλλα πολύ σύντομα, άλλα πολύωρα, και ελάχιστα συμβατικής διάρκειας), συν άλλες τόσες συμμετοχές σε συλλογικές παραγωγές (συχνά με ψευδώνυμο, άλλωστε το επώνυμό του, Μαρκέρ, είναι κι αυτό ψευδώνυμο), συν-σκηνοθεσίες, μοντάζ, συγγραφή κειμένων για το σχόλιο ταινίας, κ.λπ.
Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι ο Κρις Μαρκέρ, πέρα από τη σκηνοθεσία, άφησε το στίγμα του σε πολλούς ακόμα τομείς: ήταν φωτογράφος, αξιόλογος συγγραφέας και κειμενογράφος (τα σχόλια που συνοδεύουν τις ταινίες του έχουν αφήσει εποχή), ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός κινηματογράφου και λογοτεχνίας (στο καλό περιοδικό Esprit, έγραψε επίσης και στα CahiersduCinema), εκδότης (σ’ αυτόν οφείλεται μια πολύ αξιόλογη ταξιδιωτική σειρά που ξεχώρισε, το Petite Planète), ακτιβιστής, μοντέρ, αρχειοθέτης, αργότερα έγινε βίντεο-εικαστικός, επινοητής CD-ROM, καλλιτέχνης πολυμέσων, εξπέρ στην ψηφιακή επανάσταση και δεινός κομπιουτεράς μέχρι το τέλος.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_la-jetee.jpg
Κυρίως σκηνοθέτης...
Ο Μαρκέρ πέρασε στη σκηνοθεσία στα 1952, μ’ ένα ντοκιμαντέρ για τους Ολυμπιακούς αγώνες που έγιναν εκείνη τη χρονιά στο Ελσίνκι, αλλά το ουσιαστικό του ξεκίνημα χρονολογείται από το 1953, όταν συνυπογράφει με τον Αλαίν Ρεναί την εξαιρετική μικρού μήκους ταινία Και τα αγάλματα πεθαίνουν (29’), όπου ένα υπνωτικό ταξίδι στην καρδιά της αφρικανικής τέχνης μετατρέπεται σε καταγγελία κατά της αποικιοκρατίας των Γάλλων (η ταινία ήταν μπλοκαρισμένη από τη λογοκρισία για 11 χρόνια). Από τότε και σχεδόν ώς το θάνατό του, δεν σταμάτησε να ξεδιπλώνει ένα εκφραστικό σύμπαν, ποικιλόμορφο και μεταβλητό, το οποίο, παρότι διαμορφώθηκε από πολλαπλές χειρονομίες και διαφοροποιημένες προσεγγίσεις (από τη γραφή στην εικόνα, από το στρατευμένο σινεμά στην επιστημονική φαντασία, από τη φωτογραφία στους βίντεο και ψηφιακούς πειραματισμούς), διαθέτει μια εσωτερική συνοχή, πιο ισχυρή και πιο ουσιαστική απ’ ό,τι φαίνεται. Πρόκειται για μια φαινομενικά ετερόκλητη κοσμογονία, διάσπαρτη όμως με αντιστοιχίες και αλληλεπιδράσεις, διαδικτυωμένη και διαδραστική, η οποία ανακινεί σε μόνιμη βάση έναν προβληματισμό γύρω από τις σχέσεις μνήμης και χρόνου, εικόνας και λόγου, ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας – προβληματισμός που αναδείχτηκε πολύ νωρίς στο έργο του και οδήγησε τον κορυφαίο γάλλο θεωρητικό Αντρέ Μπαζέν, με αφορμή το Γράμμα από τη Σιβηρία (Lettre de Sibérie, 62’, 1957), να εξυμνήσει τον νεωτερισμό της προσέγγισης του σκηνοθέτη, μιλώντας για «δοκίμιο τεκμηριωμένο σε ταινία [...] από έναν ποιητή».
Ας πάρουμε την ναυαρχίδα του «μαρκερικού» στόλου, την κορυφαία Προβλήτα (La jetée, 1962 – πρόκειται για «Προβλήτα αεροδρομίου», εννοείται, ενώ στη χώρα μας μεταφράζεται συνήθως ως Σταθμός αποχαιρετισμού), 29λεπτο θρυλικό μικρού μήκους φιλμ επιστημονικής φαντασίας, γυρισμένο σαν ασπρόμαυρο φωτορομάντσο με ακίνητες εικόνες (εκτός από μία φευγαλέα στιγμή, όταν η ηρωίδα ανοίγει τα μάτια της), που μας μεταφέρει σ’ ένα ερειπωμένο Παρίσι, σε μια μετα-αποκαλυπτική εποχή. Ο ήρωας εκτοξεύεται σαν πειραματόζωο μέσα στο χρόνο από τους επιζώντες της ανθρωπότητας που φωλιάζουν πια μέσα σε υπόγεια και ανακαλύπτει ότι η επανασύνδεση με το παρελθόν είναι η μόνη προϋπόθεση μεταφοράς στο μέλλον. Ταινία που προκαλεί ίλιγγο όχι μόνο με το θέμα της (και την αμφίπλευρη θέση του ήρωα, ταυτόχρονα μέσα και έξω από το μύθο, μέσα και έξω από τις ίδιες τις εικόνες, αφού μάλιστα βλέπει ως παιδί τον ίδιο του τον εαυτό να πεθαίνει, ενήλικος, στην προβλήτα του Ορλύ), αλλά και με τις τόσο έντονες εικόνες, το μοντάζ, την ποιότητα και την ακρίβεια του κειμένου της αφήγησης που εκφωνείται με ουδέτερο πλην όμως επιβλητικό τόνο (σπικάζ). Ακινησία ενός κόσμου χωρίς μέλλον, ποιητικός στοχασμός πάνω στο θάνατο και τον έρωτα, παραδοξότητες της μνήμης και του χρόνου, σινεφίλ τραυματικές μνήμες με ομολογημένες αναφορές στους Δεσμώτες του Ιλίγγου του Χίτσκοκ και στον Αϊζενστάιν, η Προβλήτα είναι σίγουρα η πιο διάσημη ταινία του Μαρκέρ, αυτή που επηρέασε πολλούς σκηνοθέτες και γέννησε αμέτρητες αναλύσεις.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_le-fond-de-l-air-est-rouge.jpg
Ντοκιμαντερίστας
Αλλά, στο τεράστιο έργο του Μαρκέρ, οι ταινίες που κατέχουν τη μερίδα του λέοντος είναι τα ντοκιμαντέρ. Εν θερμώ στρατευμένα πολιτικά ή πιο κοντά σ’ ένα σινεμά της παρατήρησης και σε φιλμ-δοκίμιο, συμμετέχουν στα γεγονότα που σημάδεψαν τον αιώνα του, τα σχολιάζουν με βλέμμα αντικομφορμιστικό, λοξό, αιρετικό, που βεβαίως αντιτίθεται τη θολούρα των ΜΜΕ: για τη ρωσική επανάσταση και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Όταν ο αιώνας πήρε μορφές, 16’, 1978), για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Νύχτα και ομίχλη, 32’, 1955, του Αλαίν Ρεναί, στο οποίο είχε ιδιαίτερη συμμετοχή, Το βλέμμα του δήμιου, 31’, 2008, LevelFive, 1996), για την πτώση του τείχους του Βερολίνου (Berliner Balade, 21’, 1990, Berlin 90, 21’, Stephan Hermlin, 11’, 1997). Αξίζει και μια στάση στο Παρίσι, το 1962: στο Le joli mai (Ο ωραίος Μάης, 132’), όπου η υποκειμενική κάμερα του σκηνοθέτη και του οπερατέρ Πιέρ Λομ αιχμαλωτίζει –σύμφωνα με τις τότε καινοτόμες τεχνικές του «άμεσου» σινεμά και του σινεμά-βεριτέ– πρόσωπα και αντιδράσεις κατοίκων της γαλλικής πρωτεύουσας την άνοιξη όπου τερματίστηκε ο πόλεμος της Αλγερίας, αποτυπώνοντας ένα ατόφιο απόθεμα εθνογραφικού τεκμηρίου για το μέλλον.
Από την άλλη, παράλληλα με τις αιχμηρές «επιστολές» και τα «καρτ ποστάλ» (με επαναστατικές κορώνες τα πρώτα χρόνια) που στέλνει από τα μέρη του κόσμου όπου περιπλανήθηκε (Κυριακή στο Πεκίνο, 22’, 1956, Γράμμα από τη Σιβηρία, 62’, 1958, Cuba Si, 52’, 1961, Η μάχη των δέκα εκατομμυρίων, 58’, 1970, Περιγραφή μιας μάχης, 60’, 1960/ στο Ισραήλ), ο Μαρκέρ στρατεύεται πολιτικά και στη χώρα του: κατορθώνει να στήσει την παραγωγή του συλλογικού «αντιιμπεριαλιστικού» Μακριά απ’ το Βιετνάμ (115’, 1967, στο οποίο συμμετέχουν ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, η Ανιές Βαρντά, ο Γιόρις Ίβενς, ο Αλαίν Ρεναί, ο Κλωντ Λελούς κ.ά) και, λίγο πριν από το 1968, ρίχνεται στη κοινωνική πάλη συμμετέχοντας ενεργά στη σκηνοθεσία (με τον Μαριό Μερέ) του Σύντομα, ελπίζω (A bientôt, j’espère, 55’, 1967), όπου εκπαιδεύει στη χρήση της κάμερας εργάτες ενός εργοστασίου υπό κατάληψη στην πόλη Μπεζανσόν, ιδρύει συνεταιρισμούς εργατών και κινηματογραφιστών, κοοπερατίβες παραγωγής και διανομής πολιτικών ταινιών (ακτιβιστική γκρούπα Μεντβέτκιν, η εταιρεία SLON-ISKRA) και, στη συνέχεια, τον Μάη του ’68, λανσάρει την ιδέα των Σινε-προκηρύξεων (2’ με 3’, Ciné-tracts) που κυκλοφορούν ευρύτατα στη διάρκεια των γεγονότων.
Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, αντιλαμβάνεται πως έχει πια κοπάσει ο πυρετός της εξέγερσης και, καθώς έχει μαζευτεί μπόλικο υλικό μετά τη μακρόχρονη φάση του πολιτικού ακτιβισμού με την κάμερα ως όπλο (μεσολάβησαν η τραγωδία της Χιλής και ο θάνατος του Αλιέντε, που παρακολούθησε από κοντά μέσω των ταινιών του Πατρίσιο Γκουσμάν στις οποίες έλαβε ενεργό μέρος), έρχεται πλέον η ώρα της περισυλλογής και της επώδυνης αποτίμησης. Και προφανώς αναλογίζεται ότι κάθε άλλο παρά περισσεύουν αυτά όλα τα ντοκουμέντα που στοιβάζονται στις αποθήκες του: τέτοιο φιλμικό δοκίμιο πάνω στις επαναστατικές ουτοπίες, τις αυταπάτες της στράτευσης και τα αδιέξοδα του υπαρκτού σοσιαλισμού της εμβέλειας και της διορατικότητας της ταινίας Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο (180’, 1977) –της πιο ξακουστής ταινίας του Κρις Μαρκέρ στην Ελλάδα και της μόνης που βρήκε διανομή (και γνώρισε επιτυχία)– μόνο ένας ιδιοφυής μοντέρ και διεισδυτικός σκηνοθέτης μπορούσε να το κατορθώσει. Πολυφωνική απομυθοποίηση μιας δεκαετίας (1967-77), η ταινία αποστρέφεται κάθε διδακτισμό χωρίς να κοπανάει αλήθειες και ιδεολογήματα. Αντίθετα, περισσότερα ερωτηματικά κι αμφιβολίες παρά έτοιμες απαντήσεις παρελαύνουν στο τόσο καλογραμμένο σχόλιό του. Μέγας μάστορας του μοντάζ (ο Μαρκέρ θεωρούσε το υλικό αυτό work in progress, το ξαναμόνταρε συνέχεια μέχρι το 1996, το ξανάπιασε μάλιστα και το 2008), αντιπαραθέτει τις εικόνες αρχείου, δεν τις θεωρεί δεδομένες, τις ανακρίνει («δεν ξέρουμε ποτέ τι φιλμάρουμε», έλεγε ο ίδιος), αμφισβητεί την εξουσία τους, εκφράζει αμφιβολίες για την αλήθεια τους και την αυθεντικότητά τους (απελπιστικά επίκαιρη σήμερα μια τέτοια κριτική στάση, τη στιγμή που καθημερινά, στα κοινωνικά δίκτυα και αλλού στο διαδίκτυο, επίκαιρα και εικόνες κάθε είδους και αρχείου νοθεύονται, αλλοιώνονται συστηματικά και εξαπατούν το κοινό).
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_a-k.jpg
Νέες εικόνες, νέες προκλήσεις
Στη δεκαετία του 1980, το ανήσυχο πνεύμα του Κρις Μαρκέρ δεν περιορίζεται πια στις γεωγραφικές περιδιαβάσεις του αλλά κατευθύνεται και προς τις νέες δημιουργικές μορφές, τα νέα μέσα, τις νέες εικόνες. Πειραματίζεται στα πολυμέσα, παθιάζεται για τα βίντεο παιχνίδια, βυθίζεται στον αβυσσαλέο κόσμο του διαδικτύου που βρισκόταν ακόμη τότε στα σπάργανα, ψάχνει νέες αισθητικές, γοητεύεται από την πληροφορική. Στήνει εγκαταστάσεις βίντεο στο μουσείο Πομπιντού και αλλού (Zapping Zone, 1990, Silent Movie, 1995) και δεν διστάζει να εισβάλλει, ογδοντάρης πια, στους άυλους χώρους και στο εικονικό σύμπαν της πλατφόρμας Second Life, με άβαταρ τον ίδιο να περιφέρεται ανέμελα μακριά από κάθε δημοσιότητα.
Παράλληλα, μαστορεύει ένα CD-Rom, υπέροχη ξενάγηση στην προσωπική του μνήμη και στον «ξανακερδισμένο» χρόνο του (Immemory, 1998), ενώ έχει προσφέρει τουλάχιστον δυο διαμάντια άγνωστα στην Ελλάδα, το Χωρίς ήλιο (110’, 1982), άλλη μια ταξιδιάρικη αναδρομή στον χώρο και τον χρόνο, διαμέσου των επιστολών που γράφει ένας εικονολήπτης και τις οποίες διαβάζει μια άγνωστη, και το Level 5 (106΄, 1996) στο οποίο μια γυναίκα παλεύει να τελειώσει ένα στρατηγικό παιχνίδι πολυμέσων στον υπολογιστή της.
Την πρωτοτυπία του πρώτου δοκιμίου ενισχύει ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο πλέκει εικόνες φιλμ και βίντεο μαζί με απόψεις (όχι μόνο κοινωνικές) πάνω στη σύγχρονη Ιαπωνία (αγαπημένος του προορισμός όπου έχει εστιάσει πολλές του ταινίες, θυμίζω μεταξύ άλλων το Α.Κ., 71’, 1985, ένα αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ –και όχι απλά making of– πάνω στο γύρισμα του Ραν του Κουροσάβα), τη Γουινέα-Μπισάου και το Πράσινο Ακρωτήρι στην Αφρική: υπερ-βιομηχανοποίηση από τη μια, αποτυχημένη επανάσταση από την άλλη. Παρεκβάσεις, «εικονοπαίγνια», λογοτεχνικοί συνειρμοί, ελάσσονες παρεμβολές, γατολατρεία (ο Μαρκέρ λάτρευε τους γάτους, σε τέτοιο σημείο ώστε να ανακηρύξει τον δικό του Γκιγιόμ σε βοηθό του) και βιντεοπαιχνίδια συνθέτουν ένα λυρικό ψηφιδωτό με άξονα τη μνήμη (και τη λήθη) και ένα στοχασμό για την αμφισημία κάθε κινηματογραφικής εικόνας.
Το Level 5, το τελευταίο ντοκιμαντέρ-δοκίμιο μεγάλου μήκους του Κρις Μαρκέρ (που κυκλοφόρησε στην εμπορική διανομή, στη Γαλλία, το 1996), μοιάζει με παζλ που σχηματίζεται από εικόνες κάθε είδους, οθόνες, μνήμες ατομικές, συλλογικές, ψηφιακές, από χρόνους, σκέψεις και συγκινήσεις. Δυο είναι τα πρόσωπα: μια γυναίκα που μόνη της μπροστά στον υπολογιστή πασχίζει να ολοκληρώσει ένα βίντεο παιχνίδι (το είχε επινοήσει ο σύντροφός της πριν πεθάνει) με θέμα την παραγνωρισμένη μάχη της Οκινάουα, το τελευταίο μακελειό του Πολέμου του Ειρηνικού με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς (και άλλες τόσες χιλιάδες αυτοκτονίες Γιαπωνέζων οι οποίοι αρνούνταν, κατ’ εντολή του αυτοκράτορα, να πέσουν στα χέρια των Αμερικανών)· και ένας άντρας, ο σούπερ μοντέρ Κρις, πάντα οφ, που τη βοηθάει, σχολιάζει τα ντοκουμέντα και όλα τα αρχεία. Όλο αυτό το υλικό, που ξεθάβει από τον κυβερνοχώρο και το ανακυκλώνει, παρεμβάλλεται διαδραστικά στη ζωή της την ίδια, σε σημείο που να την αποσταθεροποιεί και να την παραλύει: ένα «κοντσέρτο του έρωτα και του θανάτου για γυναίκα μόνη και υπολογιστή ομπλιγκάτο» όπως λέει ο Μαρκέρ για το εγχείρημά του. Ιλιγγιώδης ταινία-εγκατάσταση, το Level 5 παραμένει ίσως η κορυφαία και πιο μαγευτική στιγμή των αναζητήσεων του Μαρκέρ γύρω από τις σχέσεις πραγματικού και εικονικού, ιστορίας και παραπληροφόρησης , μνήμης και λήθης, ανθρώπου και μηχανής, χειροπιαστού και άυλου. Είναι, όπως έγραψε ο γάλλος σινεφίλ φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ, «το ριμέικ του Χιροσίμα, αγάπη μου στην εποχή του υπολογιστή».
Παράλληλα με την ταινία αυτή, που είχε ξεκινήσει το 1985, ο δημιουργός μας έδωσε το 1993 ένα μικρό αριστούργημα σε μορφή επιστολής, που απευθυνόταν στον Αλεξάντρ Μεντβέτκιν, Ο τάφος του Αλέξανδρου (2x60’, 1992), όπου καταπιάστηκε με πάθος με την ιστορία της Ρωσίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα και με την εξέλιξη των εικόνων μέσα από την ιδιαίτερη μοίρα ενός σοβιετικού σκηνοθέτη με τον οποίον διατηρούσε πολύ φιλικές σχέσεις. Γράφει ο Μαρκέρ:
Ο Μεντβέτκιν είναι ο μοναδικός ρώσος σκηνοθέτης που γεννήθηκε το 1900 [...]. Η ενέργειά του, το κουράγιο του, οι ψευδαισθήσεις του, οι απογοητεύσεις του, οι συμβιβασμοί του, οι καβγάδες του με τους γραφειοκράτες, οι προφητικές του εκλάμψεις, η εθελοτυφλία του, ακούσια ή όχι, το άφθαρτο χιούμορ του και το σπαρακτικό φως που η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ρίχνει αναδρομικά πάνω σε όλη του τη ζωή είναι ακριβώς εκείνα μιας ολόκληρης γενιάς, και αυτής της γενιάς το πορτρέτο θέλω να σκιαγραφήσω μέσω του πορτρέτου ενός φίλου.
Ανέκαθεν ρωσόφιλος, φιλικά προσκείμενος στη σοβιετική επανάσταση από τη μακρινή εποχή του Γράμματος από τη Σιβηρία, το 1957 (πάντα όμως με κριτική απόσταση) και, φυσικά, λάτρης του μεγάλου σοβιετικού κινηματογράφου (Αϊζενστάιν, Τζίγκα Βερτώφ, Μπαρνέτ), αλλά και του αιρετικού ποιητή Αντρέι Ταρκόφσκι (σκιαγράφησε το πορτρέτο του στο εκπληκτικό μάθημα κινηματογράφου, Μια μέρα του Αντρέι Αρσένεβιτς, 55’, 1999), ο Κρις Μαρκέρ, με όχημα την καλλιτεχνική πορεία του τυχοδιώκτη μπολσεβίκου σκηνοθέτη Μεντβέτκιν (ο οποίος είχε έξοχα επιτεύγματα στο ενεργητικό του, μεταξύ 1930 και 1936, τα «Κίνο-Τρένα», και την κορυφαία σάτιρα Η ευτυχία, που όμως δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην τότε σταλινική εξουσία), ανοίγει διάλογο με τις εικόνες της σοβιετικής κομμουνιστικής ουτοπίας στην προσπάθειά του να διερευνήσει «πώς δημιουργήθηκε το επαναστατικό φαντασιακό του 20ού αιώνα» (Ζαν Μπρεσάν).
Τελειώνοντας, είναι αδύνατον ν’ αποφύγουμε έστω μια σύντομη αναφορά στο πολύ φιλόδοξο πρότζεκτ του δημιουργού, το εγκυκλοπαιδικό εγχείρημα της Κληρονομιάς της κουκουβάγιας (338’, 1989), μια τηλεοπτική σειρά 13 ημίωρων επεισοδίων όπου εξερευνά, ούτε λίγο - ούτε πολύ, την κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο μας. Και αυτό, μέσω 13 εμβληματικών αρχαιοελληνικών λέξεων, οι οποίες είναι πάντα μάχιμες σε πολλές διαφορετικές γλώσσες (συμπόσιο, νοσταλγία, δημοκρατία, αμνησία, μυθολογία, τραγωδία, κ.ά.). Η σειρά είναι παραγωγή του καναλιού La Sept (ο πρόγονος του σημερινού Arte) και χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση, το οποίο στη συνέχεια την μπλόκαρε διεθνώς διότι δεν ήταν της αρεσκείας του. Η κατάσταση εξομαλύνθηκε μόλις πέρυσι, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί μια άριστη αποκατάσταση του υλικού ώστε Η κληρονομιά της κουκουβάγιας να κυκλοφορήσει σε dvd και να βρει διανομή σε διάφορα διεθνή κανάλια.
Μπροστά στα αινιγματικά μάτια της σοφής κουκουβάγιας παρελαύνει η αφρόκρεμα της διανόησης και του καλλιτεχνικού κόσμου της εποχής, που φωτίζει με πάθος και με χιούμορ πτυχές του σύγχρονου κόσμου τις οποίες ο Μαρκέρ –ως απαράμιλλος μοντέρ, το ξανατονίζω– διανθίζει συνειρμικά με πολλαπλές εικόνες αρχείου, με αποσπάσματα ταινιών, με φωτογραφίες, καθώς και πλάνα εξωτερικών χώρων που τραβάει ο ίδιος εδώ κι εκεί. Εντυπωσιακά ονόματα, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Τζωρτζ Στάινερ, η Μισέλ Σερ, ο Γιάννης Ξενάκης, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Κώστας Αξελός, ο Ζαν-Πιέρ Βερνάν, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Ελίας Καζάν, ο Αλέξης Μινωτής κ.ά. διαχειρίζονται ένα σύνολο γνώσεων ιδιαίτερα συναρπαστικό, στοχαζόμενοι πάνω στις πηγές και στις ρίζες του πολιτισμού μας, αναλογιζόμενοι επίσης τον τρόπο με τον οποίον αναβιώνουν ανησυχητικά φαντάσματα χιλιετιών, κρατώντας πάντα επίκαιρη την αντιπαράθεση της λογικής με το χάος αλλά και την απόσταση που χωρίζει τους αρχαίους μύθους από τις σημερινές μυθολογίες της δεκάρας. Τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, στην Καλιφόρνια, στη Γαλλία και στη Γεωργία.

Μια έκθεση
Πέρυσι τον Ιούνιο, εγκαινιάστηκε στη Σινεματέκ του Παρισιού (εκεί έχει συγκεντρωθεί το αχανές αρχείο του σκηνοθέτη) μια εκπληκτική έκθεση με τίτλο Κρις Μαρκέρ, οι επτά ζωές ενός σκηνοθέτη, η οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκε για όλο το φθινόπωρο μέχρι την αλλαγή του χρόνου στο Μποζάρ των Βρυξελλών και διατρέχει το τεράστιο έργο ενός δημιουργού μοναδικά ταυτισμένου με τον αιώνα του. Η αποκαλυπτική αυτή έκθεση που επιμελήθηκαν οι Ρεμόν Μπελούρ, Ζαν-Μισέλ Φροντόν και Κριστίν βαν Άσε μας καθοδηγεί σ’ ένα ταξίδι όπου ανακαλύπτει κανείς όχι τόσο την παραδοσιακή βιογραφική εξέλιξη του δημιουργού όσο το πολυδιάστατο και πολυσχιδές σύμπαν ενός globe-trotter, την πολύπλευρη έκφρασή του στη χαοτική της διάσταση και τα πολλαπλά μέσα που προσέγγισε και χειρίστηκε πρωτοποριακά στα 50 χρόνια μιας ομολογουμένως υβριδικής καλλιτεχνικής διαδρομής, οπλισμένος με στυλό στην αρχή, βιζέρ στο μάτι αργότερα, οθόνη υπολογιστή τις τελευταίες δεκαετίες.
Ανανεωτής σε βάθος της τέχνης του ντοκιμαντέρ, στρατευμένος σε κάθε πολιτική ή πολιτιστική επανάσταση του πλανήτη, ο Μαρκέρ υπήρξε ο κατ’ εξοχήν ελεύθερος δημιουργός, ελεύθερος και πολυμήχανος: ελεύθερος να κάνει τις ταινίες και τα πειράματα που επιθυμούσε, πολυμήχανος στους ανορθόδοξους τρόπους να υλοποιεί τους στόχους του χάρη στη βοήθεια φίλων και μαικήνων που του είχαν τυφλή εμπιστοσύνη. Ήταν μια συναρπαστική και αντιφατική προσωπικότητα: πραγματιστής και ονειροπόλος, απρόβλεπτος και αταξινόμητος, πανταχού παρών και αόρατος. Κατέχει δικαίως σήμερα μια περίοπτη θέση στο οικοσύστημα του μοντέρνου κινηματογράφου.

(πρώτη δημοσίευση Books' Journal, τχ. 95, Φεβρουάριος 2019.)