του Jacques Rozier
(κριτική: Μαρία Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_adieu-philippine.jpg

ΕΡΩΣ, ΘΕΡΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΣ. «Adieu Philippine», 1962, του Jacques Rozier. Η ταινία παίζεται τώρα στο Cinobo και τρέχουμε να την πιάσουμε. Μια εμβληματική ταινία-πολύτιμος λίθος, ένα από τα πλέον αναπάντεχα, κινηματογραφικά δώρα-έκπληξη που θα μπορούσε να μας προσφέρει αυτό το δύσκολο καλοκαίρι.
Ταινία της νουβέλ βαγκ (σίγουρα) αλλά τόσο sui generis –όπως τα περισσότερα, άλλωστε, αξιομνημόνευτα φιλμ του γαλλικού νέου κύματος –, ώστε δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις να σχολιάζεις εγκωμιαστικά αυτό το ατιθάσευτο, πανέξυπνο και απολαυστικό κινηματογραφικό ταξίδι, που συν τοις άλλοις είναι και ένας προσεκτικά σχεδιασμένος περίπλους σε βραχώδη ή σε κοραλλιογενή νησιά, αλλά και σε απόμακρα ακρωτήρια του σινεμά (διάβαζε, και σε είδη του σινεμά). Ταινία με πολλές δυσκολίες στο να κατασκευαστεί, αλλά και ως προς το να ερμηνευτεί όσο το δυνατόν επαρκέστερα.
Ξεκινώντας από τον τίτλο: ποια είναι αυτή η μυστηριώδης Philippine, στην οποία απευθύνεται ο οριστικός, ο τελευταίος αποχαιρετισμός στην ιστορία που αφηγείται ο Jacques Rozier; Ένα τρισχαριτωμένο θηλυκό δίδυμο, δύο νεαρά κορίτσια (η Λιλιάν και η Ζυλιέτ), όμοια με έναν καρπό amande philippine, δύο δίδυμα αμυγδαλάκια, σφιχταγκαλιασμένα στο κέλυφός τους, δύο αχώριστες φιλενάδες δηλαδή, μέχρις ότου ανάμεσά τους εισχωρήσει ο αρσενικός καταλύτης (Μισέλ Λαμπέρ), ερωτικό μήλον της έριδος αλλά και ματαιωμένο έπαθλο για τις δύο κοριτσίστικες αδελφές ψυχές. Το πρόβλημα είναι θέμα δύσκολης επιλογής, ο ίδιος δεν ξέρει ποια απ’ τις δύο να διαλέξει, όντας σαγηνευμένος και με τις δύο, μπερδεμένος, άρα οποιαδήποτε ερωτική πρωτοβουλία και ενέργεια από μεριάς του, μοιραία θα αποτελέσει τη διχοτόμο ευθεία αυτού του ερωτικού τριγώνου- κάτι που θα σημάνει την καταστροφή της ιδανικής ισορροπίας. Κάτι, επίσης, που δεν το θέλει κανείς, ούτε οι ήρωες ούτε οι θεατές. Όλοι επιλέγουν την αινιγματική και δύσκολη, την τρυφωική παρτίδα του παιχνιδιού, και όλοι φλερτάρουν με την αδυνατότητα της οριστικής επιλογής και λύσης, την αδυνατότητα της ολοκλήρωσης και της άρσης των ματαιοτήτων. Άλλωστε ο πλέον βαρυσήμαντος νόστος είναι ο ματαιωμένος, όταν η πατρίδα του έρωτα είναι χαμένη στον ορίζοντα, ερμητικά κλεισμένη στο κουκούλι της ανέκφραστης επιθυμίας, του σκοτεινού πόθου.
Ερωτικό παιχνίδι, λοιπόν, περιπλεγμένο με μέθοδο και ακρίβεια, αλλά και παιχνίδι κινηματογραφικών ειδών (ταινία μέσα σε ταινία, θαλασσινή αισθηματική περιπέτεια, θεότρελη νεανική μουσικοχορευτική κωμωδία, θεατρική σκηνή του παραλόγου ή του μπουφόνικου θεάτρου, ταινία με δάνεια από commedia all italiana και ταινίες του νεορεαλισμού, ταινία ερωτικής ενηλικίωσης περιστρεφόμενη σαν πεταλούδα γύρω απ’ την αρχή και το τέλος του θριάμβου της ελευθερίας, ταινία αποχαιρετισμού και αποχωρισμού, αλλά και πλήθος άλλων πραγμάτων, τα οποία θα μπορούσε να προσθέσει  ένας σχολιαστής). Ο πλούτος της, σε επίπεδο φαντασίας, οργάνωσης ετερόκλητων στοιχείων, αντικρουόμενων σημασιών, συνεχίζει πάντα να μας εκπλήσσει.
Όσο εύκολη είναι η αρχή του παιχνιδιού, με τον χαρίεντα κωδικό «καλημέρα, Φιλιπίν!» προκειμένου να τρυγηθούν οι γλυκείς καρποί του έρωτα, άλλο τόσο δύσκολο είναι το τέλος με τον θλιμμένο αποχαιρετισμό «αντίο, Φιλιπίν!» ως καταστάλαγμα μιας περιπέτειας ερωτικού αγώνα, άλλοτε γόνιμου και άλλοτε άγονου, σε ένα απόκοσμο, πέτρινο, τρομακτικά γοητευτικό σκηνικό, εκείνο των πλέον απρόσιτων σημείων της Κορσικής, όπου οι τρεις γωνίες του ισοσκελούς τριγώνου θα βρουν απάγκιο προκειμένου να ρυθμίσουν τις ερωτικές διαφορές τους. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της εξόρμησης σε κορσικανικό έδαφος αποτελεί αυτό μιας σχεδόν πολεμικής απόβασης ενός ετερόκλητου πλήθους Γάλλων, που έρχονται από τη «Μητρόπολη, via Marseille», προκειμένου να χαρούν τις καλοκαιρινές διακοπές τους – μια κοσμοσυρροή που μοιάζει με εισβολή ενοχλητικών και επιθετικών επισκεπτών, ξεσαλωμένων τουριστών, οι οποίοι έρχονται να παραβληθούν, ακόμα και να συγκρουστούν με τα ενδημικά είδη εντόμων, για παράδειγμα με τις μεσογειακές μοχθηρές σφήκες των κακοτράχαλων κορσικανικών ακτών. Έτσι ακριβώς υποδέχεται η άγρια ορεινή κορσικανική φύση τους αναιδείς ηπειρωτικούς εισβολείς της, ακριβώς τη χρονική στιγμή του έκτου χρόνου του πολέμου της Αλγερίας: άλλοι αποστέλλονται, σχεδόν πακεταρισμένοι, να το παίξουν χαροκόποι τουρίστες σε εδάφη που γνώρισαν πολλές κατοχές, κι άλλοι ετοιμάζονται να σταλούν στρατιώτες στην Αλγερία, προκειμένου να σφάξουν και να σφαχτούν, με τη σειρά τους, ένα παράφρον αιματοκύλισμα που ο Rozier κρατά, με σωστή πολιτική επιλογή και ακόμα σωστότερη κινηματογραφική μέθοδο, εκτός σκηνής κατά την αφήγηση της ιστορίας του. Πρόκειται για έκλειψη η οποία τονίζεται με τον υπαινιγμό της πολεμικής σύγκρουσης, κυρίως όμως με την εξαρχής δήλωση πως ο Μισέλ βρίσκεται στην Κορσική για να φλερτάρει και να ερωτευτεί, περιμένοντας συγχρόνως το φύλλο πορείας για την συμμετοχή του σε έναν πόλεμο, απ’ τον οποίο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν θα επιστρέψει ζωντανός, σώος ή ακέραιος. Άρα το τελικό αντίο δεν είναι απλώς το επιστέγασμα μιας ματαιωμένης, διχοτομημένης, επιθυμίας, αλλά και το πικρό τέλος μιας ελευθερίας, που άναψε κι έσβησε εξίσου εκτυφλωτικά, αφού προηγουμένως κατόρθωσε να ξεκαθαρίσει και να ψελλίσει μερικές αδιάσειστες αλήθειες. Η μία νεαρή γυναίκα θα υψώσει ελαφρά το σώμα της για να δώσει ένα θερμό ερωτικό φιλί στον λαιμό του στρατιώτη που φεύγει για το μέτωπο, κι ύστερα θα γείρει το λυπημένο της πρόσωπο προς τη μεριά της φίλης της, βρίσκοντας καταφύγιο και παρηγοριά στον ώμο της κολλητής της (και τάχα μου αντιζήλου της). Κι η άλλη θα ανταποδώσει τα συναισθήματα με ανάλογη δοτικότητα και αγάπη. Πράγματι, η αγάπη πάντα βρίσκει τρόπους να τρυπώνει, έστω κι από την πιο στενή σχισμούλα. Αν αυτή η κινηματογραφική εικόνα δεν είναι αριστουργηματική, τότε τι άλλο μπορούμε να ζητήσουμε από την Τέχνη, για να συγκινηθούμε, να μελαγχολήσουμε και να παρηγορηθούμε με τη σειρά μας;

(πρώτη δημοσιεύση ανάρτηση στο Facebook)