(Το μπλε καφτάνι)
της Maryam Touzani
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_le-bleu-du-caftan.jpg

AMOR OMNIA VINCIT. “Tο μπλε του καφτάν-Le Bleu du Caftan», 2022, της Μαριάμ Τουζανί, από το Μαρόκο. Δεν συναντάς πολύ συχνά στον σύγχρονο κινηματογράφο μια τόσο όμορφη ιστορία σεναρίου, ερωτική πρωτίστως, και κατά δεύτερο λόγο όλα τα άλλα που θα ακροθίξουμε –δυστυχώς– , σ’ αυτό το κείμενο, ενώ η ταινία αξίζει, ανεπιφύλακτα, εκτενέστερη ανάγνωση και ερμηνεία. Σύγχρονο Μαρόκο, σε μια μικρή πόλη, σε μια περίκλειστη κοινωνία. Ο Χαλίμ, ράφτης καφτανιών (خفتان qaftān), παραδοσιακών γυναικείων ρούχων από εκλεκτό ύφασμα και σε έντονο χρώμα, ποικιλμένων με χρυσοκλωστή, αληθινών τέχνεργων-τεχνουργημάτων-artefact (να το τονίσουμε ιδιαιτέρως, χρησιμοποιώντας, αυθαίρετα πιθανόν, έναν όρο της αρχαιολογικής μαρτυρίας) αγαπά, σέβεται και τιμά στο έπακρον τη γυναίκα του Μίνα, αλλά δεν την επιθυμεί ερωτικά διότι ο ερωτικός πόθος του είναι προορισμένος για άνδρες. Άρα, το αντικείμενο του πόθου του, ξεκάθαρο και απολύτως σκοτεινό, είναι ο όμορφος, νεαρός βοηθός του Γιουσέφ, ένας ταλαντούχος μαθητευόμενος στη συγκεκριμένη τέχνη, ένα ερωτικό σώμα, ικανό και προικισμένο ούτως ώστε να αποτελεί το δελεαστικό κάλεσμα για την ελκυστική απέναντι όχθη. Ο Χαλίμ, επιπλέον, υπήρξε κατηγορούμενος, απ’ τον ίδιο του τον πατέρα, ως υπεύθυνος για τον θάνατο της μάνας του, κατά τον τοκετό. Επομένως, είναι ένας γιος που ποτέ δεν δοκίμασε, δεν βύζαξε το μητρικό στήθος. Τη θέση της ελλείπουσας μάνας, αργότερα, πήρε η συμβία του Μίνα, μια γυναίκα που τον αγάπησε και τον στήριξε ως βράχος, σε όλη τους την κοινή πορεία ως ζευγαριού, μέχρι το πρόωρο αναπότρεπτο δίδυμο, τέλος/αρχή της ιστορίας τους: η Μίνα κάνει την είσοδό της στην σκηνή της ιστορίας ως άμεσα μελλοθάνατη γυναίκα, διότι είναι μια καρκινοπαθής, σε τελικό στάδιο. Το πάσχον σημείο του σώματός της είναι το ήδη ακρωτηριασμένο στήθος της, αν δεν απατώμαι το αριστερό. Σημείο, το οποίο θα προσεγγίσει ο Χαλίμ, με θρησκευτική ευλάβεια και αποτίοντάς του φόρο τιμής, χαϊδεύοντας την ρωγμή του ακρωτηριασμού, την επουλωμένη πλην ανεξάλειπτη πληγή, ένα κομβικό (γενετήσιο) σημείο του γυναικείου σώματος, μια ερωτική ζώνη την οποία ο αντρικός πόθος δεν άγγιξε, ούτε δοκίμασε με τα χείλη, άρα το απαλό και διστακτικό χάδι της αντρικής παλάμης εμπεριέχει όλο τον ιερό σεβασμό που οφείλει σε ένα γυναικείο σώμα, μη ποθητό σεξουαλικά, του οποίου όμως αναγνωρίζει τη μοναδικότητα, την ιερότητα, την αγιότητα και την ερωτικότητα. Ο Χαλίμ θα πάει, όμως, ακόμα βαθύτερα, μες στα άδυτα του ποταμού που τον χωρίζει με την αντίπερα όχθη, την όχθη όπου στέκεται η νεκρή γυναίκα (του), προκειμένου να τη συναντήσει ολοκληρωτικά, συνοδεύοντάς την στον τάφο με κάθε τιμή και δόξα. Θα πετάξει από πάνω της το λευκό σάβανο, με το οποίο η παραδοσιακή, και ακραία συντηρητική κοινωνία του τόπου –σεβόμενη και το πατροπαράδοτο θρησκευτικό ταφικό έθιμο–, θέλει να ντύσει τη Μίνα προκειμένου να την κατεβάσει στο μνήμα της. Ο Χαλίμ θα αντικαταστήσει το λευκό σάβανο με το εκτυφλωτικό μπλε καφτάνι, που προοριζόταν για μια πελάτισσα, αρνούμενος να χαραμίσει το τέχνεργό του για μια άγνωστη γυναίκα, η οποία πιθανόν δεν αξίζει τον μόχθο του. Με αυτό το καφτάνι, το φωτεινό όσο και αινιγματικό (περιβεβλημένο με μυστικιστικό φωτοστέφανο) μπλε καφτάνι, το πεποικιλμένο με χρυσοκλωστή, θα ντύσει τη νεκρή γυναίκα που τον αγάπησε και τον στήριξε μια ολόκληρη κοινή ζωή, και θα την οδηγήσει στην πόλη των νεκρών, στο νεκροταφείο, διασχίζοντας ένα έρημο χωριό όπου κανείς άλλος κάτοικος δεν θα δεχτεί να συμμετάσχει στη νεκρική πομπή. Θα ολοκληρώσει την ιερή μεταφορά με τη βοήθεια του μαθητή και ερωμένου του Γιουσέφ (εδώ, από μια μυστική γωνιά του χώρου, την πομπή παρακολουθεί, βήμα βήμα, ένα αυθεντικό και στοργικό, άγρυπνο Πλατωνικό βλέμμα, αποδοχής και συγκαταβατικότητας). Ο Χαλίμ θα γίνει, λοιπόν, ο αποσυνάγωγος, ο εχθρός της κοινωνίας του. Επικουρούμενος όμως από τον ερωμένο του Γιουσέφ, θα υψώσει ανάστημα και θα εισχωρήσει στο ανδροκρατούμενο και πατριαρχούμενο καφενείο της πόλης του, προκειμένουνα πιει το τσάι του και να καπνίσει τον ναργιλέ του.Τροποποιείται, ομολογουμένως εντυπωσιακά, ο εμβληματικός, επιτάφιος λόγος του Ντράγιερ στον «Λόγο» του, «δεν αγάπησα μόνο την ψυχή της, αγάπησα και το κορμί της», σε ένα συγκινητικό και αφοπλιστικό «μπορεί να μην αγάπησα το κορμί της, αγάπησα όμως την ψυχή της». Να μην ξεχάσουμε να προσθέσουμε και αυτό. Λίγο προτού ξεψυχήσει η Μίνα, ο Χαλίμ θα της ζητήσει συγγνώμη που δεν μπόρεσε να την αγαπήσει ερωτικά, αφού το κορμί του τον πρόσταζε άλλα. Κι εκείνη θα τον συμβουλεύσει, κυρίως ως μάνα που δεν απέκτησε ποτέ παιδί, και δευτερευόντως ως συγκαταβατική σύντροφος: «πιάσε την αγάπη απ’ όπου μπορείς».
Αυτά, ως προς την ωραιότατη ιστορία της Μαριάμ Τουζανί, ένα κινηματογραφικό πόνημα που ξεκινά με ρεαλιστικές προϋποθέσεις και προδιαγραφές, γρήγορα όμως απογειώνεται σε ένα μεταφορικό, ποιητικό, σύμπαν –επιδέξια κινηματογραφημένο, κυρίως μέσω της αμεσότητας των κοντινών πλάνων. Πρόκειται για μια ελεγεία θανάτου και τραυματισμένου βίου, κρατώντας όμως αξιοθαύμαστα την απαιτούμενη ισορροπία, που απαιτείται όταν ένα έργο αναλαμβάνει να μιλήσει για φωτεινές και σκοτεινές ορμές της ζωής. Η αντίστιξη μεταξύ ορμών του θανάτου και ορμών του έρωτα είναι το απαιτούμενο, και η Τουζανί την επιτυγχάνει απολύτως. Προς το τέλος της ταινίας, ένιωσα ότι η σκηνοθέτις αυτής της υπέροχης ιστορίας, κάπου κάπου έχανε τον βηματισμό της, όχι σκηνοθετικά, μάλλον στο πεδίο των επιμέρους σημασιών του συνόλου του έργου της, πλην όμως οι προσωπικές θετικές εντυπώσεις μου έρχονται να ξεπεράσουν, δυνατά, τις όποιες μικρές αντιρρήσεις, κυρίως πάνω σε ζητήματα τρόπου προσέγγισης πολύ ευαίσθητων εννοιών που αφορούν κρίσιμα οικουμενικά ζητήματα (π.χ. κεφάλαιο ομοφυλοφιλίας σε αντιδραστικές συνθήκες συμβίωσης και αποδοχής, ή ο τρόπος αντιμετώπισης του θανάτου από προσκείμενα σε αυτόν άτομα). Κάτι που το επιτυγχάνει, στο ακέραιο, μόνο η προσεκτική διερεύνηση μέσω της μεθόδου των εργαλείων του ρεαλισμού.

(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)