(Τρεις γυναίκες)
του Robert Altman
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_3-women.jpg

Ξαναβλέποντας τις «Τρεις γυναίκες», 1977, του Robert Altman, με το μάτι του 2023. Αλήθεια, πώς μπορεί ο κινηματογράφος, κατεξοχήν τέχνη εικόνων, να φτάσει μέχρι τον βυθό του «οπλοστασίου» του, διεισδύοντας στον χώρο των εκφραστικών εργαλείων του, να τολμήσει να βγάλει απ’ το σκοτάδι την κυρίαρχη εικόνα του, και να τη σχίσει στα δύο; Ή, και, να την κάνει κομματάκια; Οι φήμες αρέσκονται να λένε, ότι αυτή η ταινία σφηνώθηκε στο μυαλό του σκηνοθέτη της ως ενύπνιον. Πολύ βολική αιτιολογία για ένα έργο τέχνης που προσεγγίζει, τόσο προσεκτικά όσο και τολμηρά, μεταξύ άλλων και το γριφώδες, εφιαλτικό, κεφάλαιο της σχιζοφρένειας. Έχουν προηγηθεί ανάλογα εγχειρήματα, εξίσου σκοτεινά, εξίσου ποιητικά, εξίσου φιλοσοφικά, εξίσου αινιγματικά, για να το θυμίζουν, όπως η «Περσόνα», 1966, του Μπέργκμαν ή το «Σελίν και Ζυλί πάνε βαρκάδα», 1974, του Ριβέτ ή ακόμη και (δευτερευόντως) το «Carrie», 1976, του Μπράιαν ντε Πάλμα, και φυσικά το «Ψυχώ», 1960, του Χίτσκοκ. Τρεις γυναίκες: οι δύο (Πίνκι/ Sissy Spacek και Μίλι/ Shelley Duvall) προσχωρούν σε άλογους κόσμους και υιοθετούν κανόνες τεχνητής διδυμίας ή ανταλλαγής προσωπικότητας, ενώ η τρίτη (Γουίλι/ Janice Rule) αποτελεί τον πυρήνα του ιερογλυφικού, όντας η δημιουργός-ζωγράφος του τερατόμορφου σκηνικού, αλλά και η μήτρα απ’ την οποία θα εξέλθει ένα μωρό χωρίς σύνδεση με ομφάλιο λώρο, παγωμένο και νεκρό. Ένας μικρός μπόγος της Αποκάλυψης, εξάγγελος θανάτου με τους όρους της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Οι χώροι του δράματος: μια κλινική υδροθεραπείας, κυρίως για γέρικα πάσχοντα σώματα, στο κατώφλι της άνοιας και του τερματισμού, κατεξοχήν υπνωτιστικός χώρος καταβύθισης σε παραισθήσεις. Πισίνες με αλλόκοτα εκτρωματικές ζωγραφιές στον βυθό τους, εικόνες τερατόμορφων όντων, ερπετών, θηλυκών, αρσενικών ή ανδρόγυνων. Ένα ράντσο παρατημένο στην έρημο της Καλιφόρνια, όπου τα μόνα που κινούνται, είναι οι επιδείξεις μοτοκρός μιας ομάδας μηχανόβιων («Το κεφάλι κόντρα στους τοίχους», 1959, του Ζορζ Φρανζί, άλλη μια πιθανή αναφορά, ως προς το ζήτημα της απώλειας της ψυχικής ισορροπίας και των ακροβασιών της λογικής) ή οι καουμπόικες συνήθειες, τα κόλπα με το πιστόλι, ενός χολιγουντιανού κασκαντέρ, παράνομου επιβήτορα μοναχικών γυναικών. Αυτό ακριβώς το άγριο ράντσο της ερήμου, θα μετατραπεί τελικά σε κοινόβιο γυναικείων υπάρξεων, απόκοσμων, φασματικών, οι οποίες μετά τον βίαιο θάνατο του αρσενικού (ο στόχος σκοποβολής, από άψυχο σήμα μετατρέπεται  σε έμψυχο σώμα), θα αναλάβουν όλους τους ρόλους του δράματος της επιβίωσης, σε μια θεαματική αντιστροφή του αρσενικού σε θηλυκό, όσο και σε πέρασμα από την πατριαρχία στη μητριαρχία. Εκεί ακριβώς, σε μια παρακείμενη, διαφορετική, κλινική, η δεκαοχτάχρονη Πίνκι, βγαίνοντας από ένα μυστηριώδες κώμα, θα εξεγερθεί, ουρλιάζοντας, μόλις αντικρίζει το γηραλέο ζεύγος που παρουσιάζεται μπροστά της, επιμένοντας ότι αποτελεί το ζεύγος των γεννητόρων της, ενώ πρόκειται για το ξεμονταρισμένο σύστημα μιας άχρηστης πλέον μηχανής: «Δεν τους γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους, πάρτε τους από δω». Κάτι που θα μπορούσε θαυμάσια, να είναι η κραυγή του ίδιου του Άλτμαν, απέναντι στις κυρίαρχες εικόνες ενός κινηματογράφου, ψευδεπίγραφου και δυναστικού. «Πάρτε από μπροστά μου αυτές τις εικόνες, ουδεμία σχέση έχω μαζί τους». Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο αναφερόμαστε σε αυτήν την ταινία το έτος 2023.  Έρχονται σε λίγο τα Όσκαρ και η μεγάλη κινηματογραφική φλυαρία. Και τι δεν θα πούμε, και τι δεν θα δούμε… Ας αναπολήσουμε, μονάχα, τι θησαυρούς μας έστελνε κάποτε το νέο Χόλλυγουντ, εκείνο της δεκαετίας του ’70, και τι άνθρακες μας πουλά το σημερινό χολιγουντιανό σύστημα, απαιτώντας να του πούμε κι ένα μεγάλο ευχαριστώ.

(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)