του Μισέλ Δημόπουλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_agnes-varda-2.jpg

Ενενηντάρα φέτος αλλά πάντα μάχιμη και δημιουργική, η Ανιές Βαρντά / Agnès Varda δηλώνει συχνά τα τελευταία χρόνια, χαριτολογώντας, ότι ως καλλιτέχνης έχει ζήσει τρεις ζωές. Στην πρώτη της, από το 1948 μέχρι το 1960, πέρα από ρεπόρτερ (με αποστολές σε πολλές χώρες όπως η Ισπανία, η Κίνα, η Κούβα) υπήρξε η φωτογράφος που αποτύπωσε και κατέγραψε, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, τη μνήμη του θρυλικού Λαϊκού Εθνικού Θεάτρου της Γαλλίας (TNP) – δημιούργημα του κορυφαίου θεατρανθρώπου Ζαν Βιλάρ. Μετά τις σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου, στράφηκε στη φωτογραφία. Παράλληλα διάβαζε μανιωδώς λογοτεχνία, επισκεπτόταν μουσεία και εκθέσεις, σαγηνευόταν από τους πίνακες της Αναγέννησης και δήλωνε θαυμάστρια του φιλόσοφου Γκαστόν Μπασλάρ. Κατά τύχη, γίνεται η φωτογράφος του Φεστιβάλ της Αβινιόν από το 1948, απαθανατίζει μεγάλα αστέρια της εποχής, όπως τον Ζεράρ Φιλίπ, τη Μαρία Καζαρές και τη Ζαν Μορό, και στη συνέχεια προσλαμβάνεται από τον Βιλάρ στο TNP.
Στη δεύτερη ζωή της, η Βαρντά έγινε κινηματογραφίστρια, μάλλον από σπόντα παρά από κλίση προς το σινεμά. Λέει η ίδια: «Όταν γύρισα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, το 1954, προερχόμουν από τη φωτογραφία, όχι από κάποια σχολή κινηματογράφου. Και πρέπει να ομολογήσω ότι είχα δει μόλις πέντε ταινίες μέχρι τα 25 μου. Δεν πήγαινα σινεμά. Πολλοί σκηνοθέτες της Νουβέλ Βαγκ ήταν μανιώδεις σινεφίλ, ξημεροβραδιάζονταν στην Ταινιοθήκη• εγώ δεν ήμουν θαμώνας της Ταινιοθήκης, ήμουν πιο πολύ χωμένη στα μουσεία, στο θέατρο, στις βιβλιοθήκες». Κι όμως, αυτή η πρώτη της ταινία, La pointe courte (κυριολεκτικά το «κοντό ακρωτήρι», από την ομώνυμη συνοικία των ψαράδων στη μεσογειακή πόλη Σετ όπου μεγάλωσε), μια ανεξάρτητη παραγωγή γυρισμένη με πενταροδεκάρες (αλλά με δυο σπουδαίους ερμηνευτές του TNP, τον πρωτοεμφανιζόμενο Φιλίπ Νουαρέ και την εκλεκτή Σιλβιά Μονφόρ) η οποία θεωρείται προάγγελος του Νέου Κύματος –στο μοντάζ ήταν ο Αλέν Ρενέ–, αποκαλύπτει ήδη πολλά από τα χαρίσματα που θα σημαδέψουν όλο της το έργο: τη διάθεσή της να συνυφαίνει ευρηματικά το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, την επιφυλακτικότητά της απέναντι στη ψυχολογία, την ελεύθερη και παράτολμη ματιά της πάνω στον κόσμο, την ακομπλεξάριστη ιδιοσυγκρασία της και την ειρωνική ευελιξία της σε σχέση με τις κοινωνικές νόρμες και την πολιτισμική «ορθότητα».
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_cleo-from-5-to7.jpg
Μοναδική γυναικεία φωνή στην ανδροκρατούμενη Νουβέλ Βαγκ, η Ανιές Βαρντά θα επιβάλει αποφασιστικά την ιδιαίτερη παρουσία της επτά χρόνια αργότερα, το 1961, με την ταινία Η Κλεό από τις 5 ως τις 7 / Cléo de 5 à 7: μια μυθική συγχώνευση του πραγματικού με το φαντασιακό, όπου η απειλή του θανάτου από καρκίνο ανοίγει κυριολεκτικά σε «πραγματικό» χρόνο, τα μάτια της πρωταγωνίστριας (της έκτακτης Κορίν Μαρσάν) και την εξωθεί σε μια πιο αποφασιστική αντιμετώπιση της ζωής, τα αμφίσημα θραύσματα της οποίας καλείται ώριμα να αποδεχτεί χωρίς παραμορφωτικό φίλτρο. Στο μεταξύ, η Βαρντά έχει μπει για τα καλά στον χώρο του ντοκιμαντέρ με μικρές ταινίες παραγγελίας (Ô saisons, ô chateaux, 1957, Du côté de la côte, 1958) και άλλες πιο προσωπικές (L’opéra-Mouffe, 1958). Στα χνάρια του Κρις Μαρκέρ, θα γυρίσει από την Κούβα με χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες τις οποίες ζωντανεύει στο μοντάζ (με τη συνοδεία ενός σπικάζ της ίδιας και του Μισέλ Πικολί) δοξάζοντας με κέφι και υπό τον ρυθμό της ρούμπα, όχι τόσο τα σοσιαλιστικά ιδεώδη της επανάστασης, όσο τις πολιτισμικές πτυχές της στην τότε εκρηκτική, λαϊκή τους έκφραση (Γεια σας, Κουβανοί! / Salut les Cubains, 1963). Σ’ ένα ταξίδι στη Καλιφόρνια, το 1967, η Ανιές έρχεται σε επαφή με τη ανθηρή χίπικη σκηνή, συγχρόνως όμως – τυχαία όπως πάντα – μοιάζει να ξαναβρίσκει τις ρίζες της, τις ελληνικές ρίζες της (ο πατέρας της ήταν Έλληνας) στο πρόσωπο του «μπαρμπα-Γιάνγκου» (Γιάννης Βάρδας), ενός μποέμ χίπη ζωγράφου με άσπρα μαλλιά, γραφικού και πληθωρικού, που ζούσε σ’ ένα καΐκι στην παραλία Σοσαλίτο, βόρεια του Σαν Φρανσίσκο, και ο οποίος κατά διαβολική σύμπτωση ήταν άγνωστός ξάδελφος του πατέρα της. Μένει κεραυνοβολημένη και αποφασίζει να σκιαγραφήσει με την κάμερα το πορτρέτο του μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο. Το βλέμμα που του ρίχνει γεμάτο θαυμασμό, σχεδόν ευλαβικό, υποδηλώνει τη δύναμη της πατρογονικής σχέσης, ενώ η ταινία παράλληλα αποτυπώνει, σαν σε κολάζ, τη διάχυτη ψυχεδελική ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνη την εποχή (Ο θείος Γιάνκο / Oncle Yanco, 1967). Παρεμπιπτόντως, η δεύτερη επαφή της σκηνοθέτιδας με την Ελλάδα, σκόπιμη αυτή τη φορά, συνέβη με αφορμή τη Ναυσικά (Nausicaa, 1970), που γυρίστηκε για τη γαλλική τηλεόραση την περίοδο της χούντας: μια υβριδική ταινία και πάλι, τύπου docudrama, που αφηγείται την ερωτική ιστορία ανάμεσα σε μια Γαλλίδα ελληνικής καταγωγής κι έναν αυτοεξόριστο διανοούμενο στο Παρίσι, ενώ παρεμβάλλονται μαρτυρίες και συνεντεύξεις με προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών (Βασιλικός, Κοροβέσης, Στάικος, Μουστακί, κ.ά.) για τη δικτατορία. Όμως, η προβολή της ταινίας απαγορεύτηκε από το γαλλικό κρατικό κανάλι και δεν μεταδόθηκε ποτέ.
Στη συνέχεια, η Βαρντά γύρισε κι άλλα μικρά και μεγάλα ντοκιμαντέρ – πολιτικά (Black Panthers, 1968), ποιητικά (Τις λένε Καρυάτιδες / Les Dites Cariatides, 1984• Ulysse, 1982), πολιτισμικά (Τοιχο/γραφίες / Murs, murs, 1980, όπου γοητεύεται από τους καλλιτέχνες δρόμου και τα γκραφίτι τους στους τοίχους του Λος Άντζελες) ή κινηματογραφικά δοκίμια παρατήρησης με ανθρωπολογικό και κοινωνικό πρόσημο. Στο Daguerréotypes (1974-75), για παράδειγμα, μας δίνει μια συναρπαστική ακτινογραφία –καμία σχέση με ρεπορτάζ– μιας γειτονιάς στον δρόμο όπου η ίδια κατοικοεδρεύει, στην οδό Νταγκέρ στο 14ο Διαμέρισμα του Παρισιού. Σκιτσάρει διακριτικά, αβίαστα –λες και ανήκει στον κόσμο τους– μικρομαγαζάτορες και τεχνίτες παλαιάς κοπής την ώρα της καθημερινής τους εργασίας. Εικόνες υποκειμενικές ενός μικρόκοσμου, με τις βουβές προσδοκίες του κολλημένες στο παρελθόν και στην ακινησία, αποτυπώνονται από τον τρυφερό και διαπεραστικό φακό της σκηνοθέτιδος.
Στη δημιουργική σταδιοδρομία της Βαρντά, οι εικόνες του πραγματικού εναλλάσσονται με ξεκάθαρες μυθοπλασίες διαποτισμένες από μια «γυναικεία ματιά» (Η ευτυχία / Le Bonheur, 1965• Η μια τραγουδάει, η άλλη όχι / L’une chante, l’autre pas, 1976• Δίχως στέγη, δίχως νόμο / Sans toit ni loi, 1985• Kουνγκ φου μάστερ / Kung-Fu master!, 1987), ενώ σε περιπτώσεις πιο σύνθετες, το ντοκουμέντο ενσωματώνεται κατά κάποιο τρόπο στον μύθο (Documenteur, 1980-81• Jane B. par Agnès V., 1986-87• Jacquot de Nantes, 1990). Μάλιστα, στο Jacquot de Nantes, η Βαρντά ανακαλεί σε μια «γλυκιά» αναπαράσταση –σαν σε παραμύθι– τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του κορυφαίου σκηνοθέτη και συζύγου της Ζακ Ντεμί, ο οποίος πέθανε από AIDS το 1990, καθώς και τις πηγές της μοναδικής έμπνευσής του: ένας φόρος τιμής υπό τη μορφή ενός συγκινητικού biopic, που θα συμπληρωθεί λίγο αργότερα από το καθαρόαιμο ντοκιμαντέρ-πορτρέτο Το σύμπαν του Ζακ Ντεμί / L’univers de Jacques Demy, 1995. «Γενικά», λέει η ίδια η δημιουργός, «φτιάχνω ένα ντοκιμαντέρ και ακολουθεί μια μυθοπλασία. Τα σύνορα είναι πορώδη ανάμεσα στα δύο αυτά είδη. Πρέπει να νιώθει κανείς μια ντοκιμανταρίστικη υφή στις μυθοπλασίες και απ’ την άλλη να στήνουμε χαρακτήρες στα ντοκιμαντέρ».
Πριν περάσουμε στην τρίτη ζωή που διανύει η Ανιές Βαρντά στον 21ο αιώνα, ας επιχειρήσουμε έναν απολογισμό σε νούμερα: σε 65 χρόνια καριέρας στο σινεμά έχει γυρίσει συνολικά 17 μεγάλου μήκους ταινίες και περίπου 22 μικρού μήκους (συν δύο μικρές τηλεοπτικές σειρές).
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_les-glaneurs-et-la-glaneuse.jpg
Η σινε-γραφή
Έτσι λοιπόν, το 2003, η Ανιές Βαρντά συνάντησε την τρίτη της ζωή, αυτήν της εικαστικής καλλιτέχνιδος, όταν ο Χανς Ούλριχ Όμπριστ την κάλεσε να στήσει μια εγκατάσταση με φωτογραφίες, βίντεο και σωρούς από πατάτες στην Μπιενάλε της Βενετίας: την «Πατατουτοπία» (Patatutopia). Δέχτηκε την πρόσκληση, και ως visual artist συλλογίστηκε ότι η πατάτα δεν είναι απλώς ένα λαχανικό• είναι επίσης σημειολογικό αντικείμενο και κυρίως ένα υλικό που αποδίδει κάλλιστα και παραστατικά την έννοια του χρόνου και τη δράση του χρόνου. Μ’ αυτό το σκεπτικό άδραξε ταυτόχρονα την ευκαιρία –επιστρατεύοντας το χιούμορ που τη χαρακτηρίζει– να διερευνήσει αναδρομικά τον ρόλο του χρόνου, ως δραματουργικού παράγοντα, στις ταινίες της. Σύμφωνα με τον επιμελητή εκθέσεων και θεωρητικό της τέχνης Ντομινίκ Παϊνί, η «Πατατουτόπια» ήταν για την ίδια «ένα είδος απελευθέρωσης που η ίδια χρειαζόταν. Με τις επόμενες εγκαταστάσεις της θα απομακρυνθεί περισσότερο από τον χώρο του κινηματογράφου, για να επανέλθει αργότερα σ’ αυτόν με μια πιο έκδηλη εικαστική διάθεση, πιο εννοιολογική».
Πράγματι η Βαρντά δημιούργησε έκτοτε πολλές εγκαταστάσεις οι οποίες φιλοξενήθηκαν σε εκθέσεις και μουσεία παγκοσμίως (Παρίσι, Πεκίνο, Σικάγο, Βασιλεία, Αβινιόν, Λα Ροσέλ κ.α). Είχε βέβαια προηγηθεί το τόσο αξιοσημείωτο ντοκιμαντέρ της Μην πετάξεις τίποτα / Les glaneurs et la glaneuse (2000), στο οποίο, με όπλα την ακούραστη περιέργειά της και μια μικρή ψηφιακή κάμερα, αλώνισε τις επαρχίες και τη γαλλική πρωτεύουσα παρατηρώντας τους ανθρώπους που μαζεύουν, σταχυολογούν, περισυλλέγουν – από ανάγκη ή ευχαρίστηση – ό,τι απομένει χάμω στους αγρούς ή πάνω στα δέντρα μετά τη συγκομιδή, ό,τι πετιέται στο κλείσιμο των λαϊκών αγορών, καθετί παρατημένο στα πεζοδρόμια λόγω καταναλωτικής σπατάλης. Στα γυρίσματα αυτής της ταινίας, το βλέμμα της Ανιές ξετρύπωσε κάποια στιγμή μια εμβληματική πατάτα σε σχήμα καρδιάς, η οποία την ενέπνευσε δύο χρόνια αργότερα για το εικαστικό εγχείρημά της. Χωρίς δημαγωγική διάθεση αλλά με τη γνώριμη τσαχπινιά της, η ταινία της κατακεραυνώνει τη βία μιας κοινωνίας διαποτισμένης με την ιδεολογία της αμέριστης καταναλωτικής τρέλας και της άσκοπης σπατάλης, αναδεικνύοντας παράλληλα την οικολογική αξία της ανακύκλωσης και τη χαρά τού να δίνεις δεύτερη ζωή σε εγκαταλελειμμένα αντικείμενα.
Άλλωστε, μήπως και η ίδια δεν μπορεί να θεωρηθεί σταχυολόγος αποσπασμάτων του πραγματικού, εικόνων και αντικειμένων που ανακυκλώνει στις ταινίες της με ευφάνταστο τρόπο; Μήπως αυτή η δημιουργική χειρονομία –κάτι σαν φιλμικό σημειωματάριο– δεν αποτελεί τη μήτρα του μιας διαδικασίας που η ίδια η σκηνοθέτις ονομάζει «σινε-γραφή»; «Η σινε-γραφή», όπως εξηγεί, «βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στο ντοκιμαντέρ. Οι άνθρωποι που συναντώ, τα πλάνα που γυρίζω, μόνη ή με συνεργείο, ο τρόπος που μοντάρω, αντηχητικός ή αντιστικτικός, τα σχόλια που συνοδεύουν τις εικόνες, η επιλογή της μουσικής – όλα αυτά δεν είναι η γραφή ενός σεναρίου, ούτε το ύφος της σκηνοθεσίας, ούτε οι λέξεις ενός σχολίου. Όλα αυτά, αν προσθέσουμε και το τυχαίο, είναι η “σινε-γραφή” μιας ταινίας».
Το 2007, η ακούραστη Ανιές επανέρχεται και αποκαλύπτεται με την ταινία-αυτοπορτρέτο Oι παραλίες της Ανιές / Les plages d’Agnès –ένα αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ ή «αυτοντοκιμαντέρ» όπως το αποκαλεί η ίδια, εξαντλητικό και μοναδικό στο είδος της ανασκόπησης σε πρώτο πρόσωπο–, επιχειρώντας στα ογδόντα της να αφήσει μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές της οικογένειάς της και όχι μόνο. Πάντα με θεωρητικό εργαλείο τη «σινε-γραφή» και με τις μαγικές της ιδιότητες, μεταφέρει χωρίς κούφιο συναισθηματισμό, χωρίς νάζια και ωραιοποιήσεις, το παρελθόν της στο παρόν, συνυφαίνοντας φωτογραφίες, εικόνες και αποσπάσματα από ταινίες της συνοδευόμενες από τη δική της φωνή οφ. Κατορθώνει νηφάλια να προσφέρει στον θεατή γενναιόδωρα συγκίνηση, θίγοντας συνειρμικά πολλά και διάφορα θέματα που συμπληρώνουν ένα ιδιοφυές παζλ – από το πάθος της για την τέχνη και τον Ζακ Ντεμί ή τη φεμινιστική στράτευσή της, μέχρι απόκρυφες πτυχές της προσωπικότητάς της στο πέρασμα του χρόνου με την αναπόφευκτη μεταμόρφωσή της από τα βαθιά γεράματα. Μια ταινία που μοιάζει με διαθήκη, αλλά από μια δημιουργό σε άριστη πνευματική κατάσταση.
Και αναρωτιέται κανείς: Υπάρχει περίπτωση να σταματήσει ποτέ αυτή η ανήσυχη «γιαγιά» να κάνει τα τόσο ιδιαίτερα κατορθώματά της; Η απάντηση ήρθε με το Πρόσωπα και ιστορίες / Visages, villages (2017). Τι την ξεσήκωσε αυτή τη φορά σε νέες περιπέτειες; Η συνάντησή της με έναν νεαρό σταρ της αβάν-γκαρντ τέχνης του δρόμου (street art), τον J.R. (με τον οποίον συνυπογράφει την ταινία) και η επιθυμία της να πάρει άλλη μια φορά –με την καλή παρέα του– τους δρόμους της γαλλικής επαρχίας, μακριά από τις πόλεις, για να γνωρίσει απλούς ανθρώπους. Ίσως όμως την κινητοποίησε και κάτι άλλο, το οποίο έχει να κάνει με τον γενικότερο προβληματισμό που την κατατρέχει πάντα: τον στοχασμό της γύρω από την εικόνα, τι είναι, πώς γεννιέται, πώς μεταμορφώνεται σε σχέση με το βλέμμα, αν έχει διάρκεια ή είναι εφήμερη. Μια μαγευτική ταινία δρόμου και ταυτόχρονα μια ιδιότυπη κωμωδία με χαλαρή αφήγηση, η οποία μοιάζει να αναπτύσσεται από μόνη της και μπροστά στα μάτια μας σαν ποιητικό θαύμα. Η Ανιές Βαρντά μας χάρισε άλλο ένα εξαίσιο δοκιμιακό ντοκιμαντέρ, ανάλαφρο και ενίοτε σπαρακτικό, που αντλεί από το παρελθόν για να μιλήσει για το παρόν και να ονειρευτεί το μέλλον.

(η πρώτη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στον κατάλογο του 20ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2018)