(Γυναίκα στους αμμόλοφους)
του Hiroshi Teshigahara
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_suna-no-onna.jpg

Δεν έχει εκτεταμένο ρεπερτόριο, ωστόσο, ο Teshigahara σχεδόν με ό,τι έχει καταπιαστεί  το έχει μετατρέψει σε κομψοτέχνημα (κυρίως τα έργα με την συνεργασία του μοντερνιστή συγγραφέα Kōbō Abe). Με το «Η Γυναίκα στους Αμμόλοφους» η κινηματογράφηση έχει απογειωθεί ως προς τα μεγαλειώδη πλάνα και η σκηνοθετική μαεστρία παραδίδει σε εμάς ένα έργο σε εξαιρετικά περιορισμένο χώρο δράσης (μια καλύβα σε ένα λάκκο άμμου) μεν, με ερμηνευτική ανοιχτότητα δε που το καθιστά έργο-αναφορά ως προς την αντίληψη και την υπαρξιακή συγκρότηση του χώρου, αλλά και το διαφορετικό περιεχόμενο που αποδίδεται στη «δράση».  
Ο εντομολόγος Niki Junpei (Eiji Okada) καταφθάνει σε μια αχανή περιοχή της Ιαπωνίας αναζητώντας σπάνια είδη εντόμων. Η αναζήτηση των διαφόρων ειδών θα τον φέρει σε επαφή και με ένα άλλο είδος ανθρώπων. Οι χωρικοί που κατοικούν στις αμμώδεις ακτές θα ξεγελάσουν τον επιστήμονα και θα τον «φιλοξενήσουν» δια της βίας και δια βίου στο πάτο μιας θεόρατης γούβας άμμου. Εκεί, σε μια παράγκα, κατοικεί ολομόναχη μια γυναίκα (την υποδύεται η σπουδαία ηθοποιός Kyōko Kishida), η οποία γεμίζει ολονυχτίς σακιά με άμμο τα οποία συλλέγουν οι χωρικοί και τα διαθέτουν προς πώληση. Όταν η ανεμόσκαλα που τον συνδέει με την επιφάνεια θα τραβηχτεί από τους χωρικούς, ο Junpei θα συνειδητοποιήσει την παγίδα και θα αναλογιστεί τρόπους να δραπετεύσει.
Ο Teshigahara αρχίζει με κάδρα μεγεθυμένων κόκκου άμμου και εντόμων όπου σταδιακά θα φανερωθεί το σύνολο (!) των κόκκων και η σισύφεια ανάβαση του Jumpei στους αμμόλοφους. Είναι σαφής η ανθρωπολογική αναλογία και καθόλου ξένη σε μεγάλο μέρος της Ιαπωνικής κινηματογραφικής παράδοσης που υιοθετεί μια αντι-ανθρωπιστική ματιά και υποβαθμίζει/υποσκελίζει την σημασία του ατόμου απέναντι στο περιβάλλον και την συλλογικότητα. Με ήχους από το αστικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται ο Junpei και με πειραματικές ηχητικές ριπές του σπουδαίου Toru Takemitsu να δημιουργούν τον ψυχικό και υπαρξιακό αποπροσανατολισμό του (αντι)ήρωα, οι αρχικοί τίτλοι προαναγγέλλουν τον αλλοτριωτικό τόνο της ταινίας, προμηθεύοντάς την με τις απαραίτητες ακουστικές «συγκοπές» (ούτως ή αλλιώς  αυτό είναι και δομικό στοιχείο της ιαπωνικής ταυτότητας.) Τι είναι αυτό άραγε που δημιουργεί μια αίσθηση πρόσκαιρης ελπίδας στον Junpei; Σίγουρα η (εικονική) ελευθερία του από το συστηματικό και συστημικό σύμπαν ταξινόμησης και καταγραφής του ατομικού εαυτού και των δραστηριοτήτων του (διαβατήριο, ταυτότητα, συμβόλαια, αριθμός κοινωνικής ασφάλισης, δίπλωμα οδήγησης, τραπεζικός λογαριασμός κλπ). Προσωρινή όμως αποδεικνύεται η επίκλησή του ως πιθανότητα διάσωσης. (Άραγε θα αντιληφθούν οι αρχές την απουσία του και θα τον αναζητήσουν;) Ο Junpei θα κατρακυλήσει, όπως οι κόκκοι ξεχωριστά αλλά και η μάζα άμμου στην ταινία, στο κύτταρο της πρωταρχικής αυτής κοινότητας και η τελειότητα στη φόρμα των διαπροσωπικών σχέσεων στην Ιαπωνία (η προσωρινά «αιχμάλωτή» του τον αποκαλεί «τιμώμενο φιλοξενούμενο») όχι μόνο θα καταστεί μέρος του στρατηγήματος αλλά θα απορροφήσει εν τέλει τον Junpei. (Όπως, κατά κάποιο τρόπο, συμβαίνει με την ταυτότητά του στους τίτλους τέλους με το πλάνο των αναφορών –με δακτυλικά αποτυπώματα και σφραγίδες– που πιστοποιούν την «εξαφάνισή» του.)
Εκπληκτικής  ομορφιάς είναι οι σκηνές γυμνών τμημάτων  του ανδρικού και του γυναικείου κορμιού με κολλημένους πάνω κόκκους άμμου. Το αισθησιακό αντίκτυπο δεδομένο μέσω των ιδιαίτερα κοντινών και του ωραίου μοντάζ, τεχνικές οι οποίες εδώ αποδίδουν τα μέγιστα: αν και αποσπασματική η ερωτική πράξη, η πληρότητα και το πάθος έχουν αποτυπωθεί σε συνάφεια του κολλώδους κορμιού με το απογυμνωμένο περιβάλλον.
Σαν «κινούμενη άμμος» η περιοχή των αμμόλοφων (σε άλλο επίπεδο αφαίρεσης, μάλλον, η ίδια η Ιαπωνία) θα ερεθίσει το ένστικτο αυτοσυντήρησης του εντομολόγου, η ευρεσιτεχνία του οποίου θα τον οδηγήσει σε επιστημονική ανακάλυψη/συνειδητοποίηση («το τριχοειδές φαινόμενο» με την ανοδική υγρασία να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες συσσώρευσης νερού) τα οφέλη της οποίας θα υπερκεράσουν αυτά της ανακάλυψης του εντόμου που τόσα χρόνια ζητούσε (κι αυτό μέσα στο λάκκο). Τα ερευνητικά οφέλη δεν θα δουν το φως κάποιας επιστημονικής δημοσίευσης, ενώ τα πρώτα θα τροφοδοτήσουν τη ζωή της κοινότητας. (Σημαντική αντιστροφή των εγκαθιδρυμένων ιδεών περί επιστημονικής καριέρας και αναγνώρισης.)
Η άμμος δημιουργεί μια οπτική συμφωνία σιωπής πέραν των λιτών διαλόγων, η οποία διακόπτεται ακουστικά από τα δαιμονιώδη τύμπανα των μασκοφόρων χωρικών∙ το όλο εγχείρημα –με πενιχρό κόστος $100,000– όχι μόνο ενέπνευσε σκηνοθέτες όπως ο Tarkovsky,  αλλά επέκτεινε τα όρια μιας «θεατρικής» παράστασης σε κλειστό φυσικό περιβάλλον με την πιο κινηματογραφικά ρηξικέλευθη προσέγγιση όπου κάθε κάδρο είναι «επιστημονικά» διαπιστευμένο εκ διαμέτρου αντίθετο σε αισθητική δύναμη από κινηματογραφημένο θέατρο. Ενστικτώδες και εγκεφαλικό συνάμα, «Η Γυναίκα στους Αμμόλοφους» αποτελεί κορυφαία και πρωτοποριακή στιγμή του σινεμά του δημιουργού και ουσιαστική συνδρομή στην προβληματική της αλλοτρίωσης και του υπαρξισμού, όπως αυτά τα μοτίβα συγκρότησαν την κινηματογραφική επανάσταση της Nouvelle Vague.

Σπύρος Γάγγας

Suna no Onna /Woman in the Dunes (Hiroshi Teshigahara, Japan, 1964)