(ένα κείμενο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_l-arbre-le-maire.jpg

To 1993, o Ερίκ Ρομέρ μας έλεγε στην ταινία του «L'Arbre, le maire et la médiathèque-Το δέντρο, ο δήμαρχος και η βιντεοθήκη», διά στόματος Fabrice Luchini, αλλέως Μαρκ Ροσινιόλ, του οικολόγου δάσκαλου της κινηματογραφικής ιστορίας: «Έτσι και πάψω να βλέπω, κάθε πρωί, το δέντρο μου, θα φύγω». Με αυτόν τον τρόπο υπερασπιζόταν τις θέσεις του: είναι έγκλημα να κτίζεις σε οικόπεδο που αποτελεί προστατευόμενη ζώνη, έστω κι αν αυτό που θα κτίσεις είναι κέντρο πολιτισμού. Κάθε κοπή δέντρου προσθέτει ένα ακόμη λιθάρι στην απώλεια της ισορροπίας στη φύση, ισοδυναμεί με τρύπα καταστροφής, αναχώρησης και αποχωρισμού, κοντολογίς με θάνατο. Αυτή, στο περίπου, είναι η επιχειρηματολογία που πυροδοτεί την ιδεολογική και πολιτική κόντρα μεταξύ ενός οικολόγου δάσκαλου και ενός φιλόδοξου δήμαρχου, που είναι και υποψήφιος βουλευτής (Πασκάλ Γκρεγκορί), λόγος επικεντρωμένος στις πολιτικές προτιμήσεις των ηρώων της ταινίας και στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις τους. Και όπως γράφει ο Δημήτρης Μπάμπας, στο εξαιρετικό κείμενό του «Επτά υποθέσεις και μια συγκατοίκηση» για την ταινία του Ρομέρ: «Καθώς οι διαχωριστικές γραμμές έχουν γίνει αχνές και δυσδιάκριτες στον πολιτικό χάρτη, καθώς η καθαρότητα και η σαφήνεια απουσιάζουν από την πολιτική σκηνή, κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη σκηνή της δραματικής πλοκής. Τα πρόσωπα, λοιπόν, στην ταινία δεν λειτουργούν ως αντιπρόσωποι εκφραστές κάποιων συγκεκριμένων πολιτικών απόψεων, δεν βρίσκονται κάτω απ’ τη δυναστική παρουσία μιας συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας: περιβάλλονται από την πολιτική ομίχλη που έχει εγκατασταθεί στην πολιτική σκηνή».
[Για περισσότερα, στην έκδοση «Eric Rohmer», Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2001, με «εμψυχωτές» το δυναμικό τρίδυμο Δημόπουλος/ Σαββάτης/ Κυριακίδης.]
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_alice-et-le-maire.jpg
    Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, το 2019, ο Nicolas Pariser, μαθητής του Ρομέρ, πιστός φύλαξ της ρομερικής φλόγας, σκηνοθετεί το «Alice et le maire – η Αλίκη και ο Δήμαρχος», μια ταινία αναφορά και φόρος τιμής στον Δάσκαλο. Πρωταγωνιστής είναι ο εκσυγχρονιστής σοσιαλιστής δήμαρχος της Λυών Paul Théraneau, μια φιλμική περσόνα πολύ κοντά σε ρεαλιστικές αντίστοιχες, τόσο σε εκείνη του πολιτικού και παρισινού δήμαρχου Bertrand Delanoë, όσο και του λιονέζου ομολόγου του Gérard Collomb. Και όπως είναι φυσικό, τον κινηματογραφικό δήμαρχο υποδύεται ο Fabrice Luchini, σε πλήρη ερμηνευτικό οργασμό: έναν δημοτικό άρχοντα ο οποίος (σε έναν πολιτικό χάρτη, περιβαλλόμενο από την ομίχλη που οδηγεί το πλοίο στα βράχια) έχοντας, μετά από τριάντα χρόνια πολιτικής ζωής, στερέψει από οράματα, όρεξη, έμπνευση και δημιουργικές ιδέες, προσλαμβάνει μια νεαρή απόφοιτο (normalienne) της φιλοσοφίας, προικισμένη με πολλαπλά χαρίσματα (ρόλος γάντι για την συμπαθέστατη, χαμηλών τόνων, Αναΐς Ντεμουστιέ) ως σύμβουλο, συνεργάτη και βοηθό, ακόμη και κειμενογράφο, προκειμένου να ξαναπάρει μπρος η πολιτική του δραστηριότητα και δημιουργικότητα (με τον ευσεβή πόθο, το νέο κύμα να αναζωογονήσει το παλιό, αρτηριοσκληρωτικό, βλέμμα). Αυτομάτως και σιωπηρώς, υπογείως, η νεαρή γυναίκα καλείται να γίνει και εμψυχώτρια της συναισθηματικής ευεξίας του ηλικιωμένου πολιτικού – οποιασδήποτε ερωτικής βλέψεως αποκλειομένης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ανάμεσα σε έναν κουρασμένο, πολιτικά ανορεξικό και ηττημένο συναισθηματικά ηλικιωμένο άνδρα, και ένα αμήχανο «εργασιακά» και «συνειδησιακά» νεαρό κορίτσι, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του τα ’χει βρει σκούρα μες στον τραχύ και άχαρο ρόλο που της έχουν φορτώσει, οι τρυφερές συναισθηματικές σχέσεις μόνο διανοητικά μπορούν να ευδοκιμήσουν. Η Αλίκη, λοιπόν, έχοντας εισχωρήσει σε έναν εφιαλτικό, υποθετικά αυτοδιοικούμενο, λαβύρινθο, διαρκώς μεταβαλλόμενο ως προς την πολυπλοκότητα και κυρίως ως προς την πολιτική ασάφεια, εκείνον της Δημαρχίας μιας κομβικής γαλλικής μεγαλούπολης, ζαλισμένη, σχεδόν εξουθενωμένη, θα παραδεχτεί και θα ομολογήσει ότι όλο αυτό πέφτει υπερβολικά βαρύ για το νευρικό της σύστημα. Ο δε Δήμαρχος, ακολουθώντας τα βήματά της, θα αποχωρήσει με τη σειρά του, έχοντας στις αποσκευές του τα πάθη και το μάθος μιας πολιτικής καριέρας, που δυνητικά θα μπορούσαν να συνοψισθούν και να χωρέσουν μες στις παραγράφους των σελίδων δύο έργων: του «Rêveries du promeneur solitaire-Οι ονειροπολήσεις του μοναχικού οδοιπόρου» του Ζαν-Ζακ Ρουσώ και του «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς» του Χέρμαν Μέλβιλ, και τα δύο βιβλία είναι δωράκια της Αλίκης προς τον πρώην προϊστάμενό της. Πολύ χαριτωμένη ταινία, με έξυπνους, χιουμοριστικούς, ενίοτε σαρκαστικούς, ρομερικούς διαλόγους (γύρω από την πολιτική, τη φιλοσοφία, την τέχνη), καθαρή σκέψη ως προς τον κόσμο της πολιτικής σκηνής και των στρατηγικών ελιγμών και περιελίξεων που αυτή προϋποθέτει, της βαβούρας των δημοσίων σχέσεων και των συμβιβασμών, της ανίας των συσκέψεων και των γευμάτων εργασίας, της ρουτίνας των κοσμικών εκδηλώσεων, αλλά και της προσωπικής, αδιάφθορης ηθικής στάσης κάποιων ανθρώπων, που ναι μεν θα ’θελαν να επιτύχουν και να ευτυχήσουν ως δημόσια πρόσωπα, πλην όμως, η ειλικρίνεια και η ευθύτητα του χαρακτήρα τους, αφυπνιζόμενες κάποια στιγμή, έχουν διαφορετική γνώμη.
Την ταινία τη βλέπουμε στην πλατφόρμα MUBI, μαζί με ένα πλούσιο απόθεμα ταινιών του Ρομέρ…
Αν το έχουμε ανάγκη, για απόλαυση και παρηγοριά…