(Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;)
του Aleksandre Koberidze
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_what-do-we-see-2.jpg

Έξοδος ενός σχολείου. Οι χαρούμενες φωνές και τα πρόσωπα των μαθητών που σχολάνε. Και μετά ησυχία. Η κάμερα χαμηλά στο ύψος των ποδιών καταγράφει μια συνάντηση. Από τα παπούτσια καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για έναν άνδρα και μια γυναίκα, και οι δύο νεαρής ηλικίας. Ένα βιβλίο που πέφτει από τη γυναίκα τη στιγμή της διασταύρωσης. Η βοήθεια που δίνει ο άνδρας. Η λάθος κατεύθυνση που παίρνουν και οι δυο. Ο έρωτας…
Την ιστορία ενός «χαμένου» ξαφνικού έρωτα αφηγείται εκ πρώτης όψεως αυτή η ταινία από την Γεωργία. Στους τόνους ενός μαγικού ρεαλισμού, ως ένα παραμύθι της μακρινής Ανατολής, αφηγείται τη μεταμόρφωση των δύο ερωτευμένων –του Γκεόργκι και της Λίζας- ως συνέπεια ενός «κακού» ματιού. Αυτό το γεγονός έχει ως συνέπεια -πέραν του σοκ και της απογοήτευσης τους γιατί χάνουν την όψη τους- να χάσει ο ένας τον άλλο, να χάσουν έναν έρωτα που μόλις γεννήθηκε. Αλλά όπως συμβαίνει σε κάθε καλό παραμύθι, αυτό δεν είναι παρά ένα εμπόδιο που πρέπει να υπερβούν για να συναντήσουν τον έρωτά (τους)…
Στην παράδοση του γεωργιανού σινεμά -στη μνήμη του θεατή έρχεται αυθόρμητα συχνά ο Otar Ioseliani- ο σκηνοθέτης εστιάζει σε δύο πρόσωπα (και τον έρωτά τους), μια πόλη, το Kutaisi (και τη ζωή της εν μέσω Mundial) και τέλος σ’ ένα κινηματογραφικό συνεργείο που γυρίζει μια ταινία για έξι ερωτευμένα ζευγάρια.
Η κάμερα, συχνά υπό τους ήχους των υδάτων ενός ποταμού που διασχίζει την πόλη, εστιάζει, με επιμονή αλλά χωρίς ένταση, με τη χάρη, το λυρισμό και τη καθαρότητα της αληθινής ποίησης, τόσο στο ερωτευμένο ζευγάρι που βιώνει το κενό και τις λύπες ενός ματαιωμένου έρωτα, μην αναγνωρίζοντας ο ένας τη νέα όψη του άλλου, όσο και σ’ ό,τι τους περιβάλλει: πρόσωπα, χώρους και τόπους, ζώα (… για την ακρίβεια σκύλους).
Ο Schubert και ο Debussy, η μουσική υπόκρουση του Giorgi Koberidze με αντανακλάσεις της λαϊκής γεωργιανής παράδοσης αλλά και η Gianna Nannini στο Notti Magiche: Είναι η μουσική στις πολλές και διαφορετικές της εκδοχές, που όχι μόνο χρωματίζει συναισθηματικά την ατμόσφαιρα της περιπλάνησης, αλλά επιτονίζει τις εικόνες και συνιστά κάποιες φορές τη ρυθμική βάση των πλάνων (και του μοντάζ των), αποτελώντας όχι σπάνια την raison d'être μιας σκηνής.
Η παρουσία ενός κινηματογραφικού συνεργείου δεν αποτελεί, όπως θα περίμενε κανείς ένα στοιχείο ειρωνικής αυτοαναφορικότητας στο πνεύμα της εποχής , αλλά τον deus ex machina του παραμυθιού, ή αν θέλετε την καλή του νεράιδα. Ωστόσο, αυτή η παρουσία της κινηματογραφικής πράξης εν μέσω ενός παραμυθιού, αποτελεί παράλληλα και μια εκ του πλαγίου σκηνοθετική δήλωση, που ανανεώνει την πίστη μας στο σινεμά: αν ήταν ένα «κακό» βλέμμα που προκάλεσε ό,τι προκάλεσε, είναι το βλέμμα ενός σκηνοθέτη που προσφέρει τη λύση. Είναι, εντέλει ο κινηματογράφος που αποκαλύπτει την αληθινή όψη των προσώπων, που σώζει τον έρωτα και τη ζωή.
Στο σημερινό και πολλές φορές καταθλιπτικό τοπίο του κινηματογράφου, αυτή είναι η πιο ευφορική δήλωση πίστης στη δύναμη των κινηματογραφικών εικόνων...

Δημήτρης Μπάμπας