(Συνώνυμα)
του Nadav Lapid
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
ΜΙΚΡΟ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ.
Τι εκπληκτικός ηθοποιός, ο Τομ Μερσιέ, που ερμηνεύει τον Γιοάβ στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία του Ναντάβ Λαπίντ «Συνώνυμα». Και ξεκινώ από αυτόν διότι, ειλικρινά, νομίζω ότι η ταινία δεν θα ήταν αυτή που είναι χωρίς εκείνον. Είναι αυτό που λένε, «ένας ηθοποιός κομμένος και ραμμένος για έναν ρόλο» (και όχι το αντίστροφο), και φυσικά ούτε σχεδιασμένος σε πατρόν, αλλά διαμορφωμένος εν τω γίγνεσθαι των σκηνών, παλλόμενος σαν ευαίσθητη χορδή, άλλοτε σαν αυτόματο στρατιωτάκι κι άλλοτε σαν αληθινός άνδρας που διεκδικεί πράγματα και έχει τον κύριο λόγο πάνω στη ζωή του. Στα λιθόστρωτα, στα άδεια και άθλια παρισινά διαμερίσματα, στις όχθες του Σηκουάνα κ.ο.κ. Τι αμεσότητα, τι εκφραστικότητα, τι τόλμη και ερμηνευτικό σφρίγος, τι κίνηση του σώματος και τι εκφορά λόγου! Να τολμήσω να πω ότι μου θύμισε αρκετά τον απόκοσμο και διαβολεμένο Ντενί Λαβάν, στις ταινίες του Λεός Καράξ; Και πανταχού παρών «ο κινηματογράφος, που θέλει να είναι κίνηση και χορογραφία, ενώ η κάμερα πρέπει να χορεύει στ’ αλήθεια ή να τουρτουρίζει από το κρύο», όπως υποστηρίζει ο ισραηλινός σκηνοθέτης. Θα πρόσθετα, ότι η κάμερα, στην ταινία του, όχι απλώς χορεύει, αλλά περνά μέσα από μια ευρύτατη κινησιολογική γκάμα, που συνάδει με τα εκρηκτικά συναισθήματα που διακατέχουν τον ήρωα.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός ξεριζώματος, μιας δραπέτευσης, μιας «του ύψους και του βάθους» απόπειρας του ήρωα να ξεφύγει από την ισραηλινή του μοίρα, να αποποιηθεί το δικαίωμα ισραηλινού αίματος και εδάφους, όπως και γλώσσας, και να το σκάσει στο εξωτερικό, μιλώντας μόνο γαλλικά με έντονα σημάδια λεκτικής αμηχανίας (στην προφορά και στην αναζήτηση των λέξεων). Κι αφού το σκάει επιτυχώς, αρκεί αυτό; Ο Γιοάβ, του λοιπού, θα βρίσκεται συνεχώς μπροστά σε ένα ντουβάρι, που διαχωρίζει τη φαντασίωσή του για μια νέα ταυτότητα, εκείνη του Γάλλου πολίτη, από την πραγματικότητα της ζωής γύρω του. Πού θα προσφύγει, άρα; Σε κάποιους ανθρώπους, δυνάμει φίλους, κυρίως όμως στις λέξεις. Και οι ξεκρέμαστες λέξεις, που δεν κατορθώνουν να ολοκληρώσουν προτάσεις ούτε να ολοκληρωθούν πάντα σε ιστορίες, γίνονται πιο σημαντικές μέσα στην προσπάθειά τους να αρθρώσουν το οποιοδήποτε νόημα και στην πασιφανή αδυναμία τους γι’ αυτό. «Οι λέξεις επαναστατούν απέναντι στο ίδιο τους το νόημα», μας λέει ο σκηνοθέτης σε μια συνέντευξή του, «κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό στάδιο της ψυχικής κατάρρευσης».
Αυθεντικός, διαυγής, σύνθετος κινηματογράφος πάνω στο λεξικό και τη γραμματική της επικοινωνίας και της επιβίωσης, της τόλμης για ελευθερία και δικαίωμα στην επαν-εφεύρεση της ζωής, των διαψεύσεων και της απογοήτευσης. Παρά την αντιδιαστολή ανατολής-δύσης, Ισραήλ-Γαλλίας, παρά τη διάσταση ανάμεσα στο εδώ και το αλλού, ο κόσμος, υπογείως κυρίως, μοιάζει παντού το ίδιο φιμωμένος, το ίδιο εγκλωβισμένος στα αδιέξοδά του, έρμαιο της βίας και του σαδομαζοχισμού (είτε στρατοκρατικού τύπου, σε συλλογικό, εθνικό, επίπεδο είτε ερωτικής και ναρκισσευόμενης βίας, κατά ατομική περίπτωση). Αν θέλουμε να μιλήσουμε για αυθεντική βία στο σινεμά, για ένα σοβαρό κινηματογραφικό σχόλιο πάνω στη βία και στα βίτσια των σημερινών προηγμένων κοινωνιών, εικονοποιώντας την με τόλμη και κυριολεκτικότητα (βλ. τη σκηνή στο σπίτι του σαδομαζό φωτογράφου), και όχι απλώς δείχνοντάς την με όσο πιο εκκωφαντικό τρόπο επιτάσσει ο συρμός και το μποξ όφις (βλ. περίπτωση Τζόκερ), τότε είναι εμφανές προς τα πού γέρνει η προτίμησή μας.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)