του Jafar Panahi
taxi.jpg

Τι μπορεί να κάνει ένας σκηνοθέτης όταν του απαγορεύεται η έξοδος από τη χώρα αλλά και η ίδια η άσκηση του επαγγέλματος; Πώς μπορεί να συνεχίσει να δημιουργεί, μέσα από τρόπους και μηχανισμούς έμμεσους και παρόλα αυτά αποτελεσματικούς; Η περίπτωση του Ιρανού σκηνοθέτη Jafar Panahi είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική και η πλέον αναγνωρίσιμη. Έχοντας διανύσει μια σημαντική πορεία με ταινίες που καυτηριάζουν το αυταρχικό καθεστώς της χώρας του , ο Panahi καταφεύγει από το 2011 και μετά σε λιγότερο συμβατικές φόρμες, σε «χειροποίητες» κατασκευές στις οποίες η αυτο-απεικόνιση γίνεται καθρέφτης μιας ολόκληρης χώρας. Αντλώντας από γνωστές θεματικές της φιλμογραφίας του και θολώνοντας τα όρια μυθοπλασίας-ντοκιμαντέρ ο δημιουργός επινοεί πλέον μεθόδους, που αναδεικνύουν όχι μόνο τα ζητήματα που τον απασχολούν αλλά και τη μοναδικότητα της σκηνοθετικής τέχνης.
 Στο «Taxi» μετά τον αναγκαστικό εγκλεισμό του στα project «This is not a Film» (2011) και «Closed Curtain» (2013), τον συναντάμε σε μια εν κινήσει αφήγηση, μια χαλαρή αλλά και περιπετειώδη περιπλάνηση στους δρόμους της Τεχεράνης. Εδώ ο σκηνοθέτης καθισμένος πίσω από το τιμόνι ενός ταξί δημιουργεί μια φανταστική παραλλαγή του εαυτού του, υποδύεται ένα ρόλο χωρίς όμως να απεκδύεται την ταυτότητά του. Η ταινία γι αυτό έχει μια χαλαρότητα που πηγάζει κυρίως από το πρόσωπο και τη στάση του ήρωα της, δεν κρύβει τίποτα το αινιγματικό και αποκαλύπτει εξαρχής με τον πιο φυσικό τρόπο τις προθέσεις της. Φαινομενικά τουλάχιστον.
Αν και πρόκειται και εδώ για ένα είδος εγκλεισμού, το Taxi δίνει ωστόσο τη δυνατότητα στον ήρωα/σκηνοθέτη να συναντήσει πολλά πρόσωπα και να συνομιλήσει μαζί τους ή να γίνει απλά ακροατής-εδώ ο απόηχος της ταινίας του Κιαροστάμι «Δέκα» είναι φανερός-. Επιπλέον το εσωτερικό του κλειστού χώρου αφήνει ενίοτε και παράθυρα σύντομης εξωτερικής δράσης, ως προέκτασης των όσων διαδραματίζονται εντός του οχήματος. Η αφήγηση αποκτά έτσι έναν πιο συναρπαστικό χαρακτήρα, δημιουργώντας ένα διαρκώς κυμαινόμενο τοπίο που αποκτά όσο κυλάει η ταινία όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αυτό που αρχικά προβάλλει σαν μια ρεαλιστική αιχμηρή καταγραφή δίνει σταδιακά τη θέση του σε κάτι διαφορετικό.
Στο Taxi οι ιστορίες εναλλάσσονται τόσο γρήγορα όσο και οι επιβάτες του: Μια έντονη αντιπαράθεση για το φλέγον ζήτημα της θανατικής ποινής ανάμεσα σε έναν φανατικό υποστηρικτή του συστήματος και μια προοδευτική δασκάλα. Η περίπτωση της Ghoncheh Ghavami που φυλακίστηκε εξαιτίας της παρουσίας της σε ανδρικό αγώνα βόλεϊ και η δικηγόρος-φίλη του σκηνοθέτη που την υπερασπίζεται. Η ανίσχυρη θέση της γυναίκας και τα τεχνάσματα που κατεργάζεται για να επιβιώσει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες των μεγαλύτερων γυναικών. Η ευρηματικότητα ενός λαού που εκμεταλλεύεται τις απαγορεύσεις, όπως αυτήν της ελεύθερης διακίνησης ταινιών για να βιοποριστεί. Οι ηθικοί ενδοιασμοί ενός φίλου του σκηνοθέτη και οι καλλιτεχνικές ανησυχίες της μικρής του ανιψιάς που σκοντάφτουν συνεχώς πάνω στο σκόπελο της λογοκρισίας. Επεισόδια-σκηνές που συγκροτούν τον κορμό μιας ταινίας, η οποία απλά προκύπτει κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής αντί να καθοδηγείται.
Μέσα από έντονες συνομιλίες, σκηνοθετημένα ή και «απρόοπτα» περιστατικά-τα όρια παραμένουν πάντα θολά-, αναδύονται θέματα και προβληματισμοί που παρά την τοπικότητά τους έχουν στην ουσία πανανθρώπινο χαρακτήρα. Το έγκλημα και η τιμωρία, η βία αλλά και η φτώχεια που τη γεννά, η κατάργηση της ελευθερίας της έκφρασης και οι απόπειρες παράκαμψής της. Απέναντι σε αυτά τα μείζονα θέματα ο σκηνοθέτης ,από τη θέση πάντα του οδηγού, δε χάνει ούτε μια στιγμή την ευγένεια και την υπομονή του, τη φιλική διάθεση αλλά κυρίως την ανθρωπιά του. Η προσωπική του περιπέτεια είναι στην ουσία μέρος της γενικής εικόνας, που αν και καθόλου ευχάριστη αποτυπώνεται με ανάλαφρο και ευφυές χιούμορ μέσα από την εσωτερική κάμερα του αυτοκινήτου.
Η καταγραφή και η δύναμη της συνιστούν εξάλλου σταθερό σημείο αναφοράς στην ταινία. Στο Taxi η βιντεοκάμερα ως μέσον βρίσκεται στα χέρια πολλών επιβατών, για να αιχμαλωτίσει, να αποκαλύψει, να χειραγωγήσει αλλά ακόμα και να σκηνοθετήσει. Οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται ποικίλλουν ανάλογα με το χρήστη και το πολιτισμικό υπόβαθρο που κουβαλάει. Άλλοτε πάλι οι έξωθεν υπαγορεύσεις είναι τόσο αυστηρές που οι προσωπικοί χειρισμοί περιορίζονται στο ελάχιστο. Η συνάντηση με την επίδοξη μικρή σκηνοθέτιδα του τελευταίου επεισοδίου είναι ενδεικτική. Μια απολαυστική και χειμαρρώδης παρουσία αλλά και το πιο εύγλωττο δοκίμιο περί λογοκρισίας. 
Αμήχανες διαδρομές ενός ερασιτέχνη οδηγού ταξί, συναντήσεις με γνωστούς και αγνώστους, εντάσεις αλλά και στιγμές ευφορίας. Θα πίστευε κανείς ότι ο Panahi βρίσκεται εκτός κινδύνου σε αυτήν την πρώτη- μεταξύ σκηνοθετημένου και αυθόρμητου- εξωστρεφή περιπλάνησή του στους πολυσύχναστους δρόμους της Τεχεράνης. Η τελευταία σκηνή όμως μας προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα. Ό,τι είδαμε στη διάρκεια της διαδρομής δεν ήταν παρά μια μορφή αντίστασης, μια επικίνδυνη πράξη ανυποταγής που θα επισύρει τη βίαιη και άμεση καταστολή της.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]

Σχετικά με την ταινία

Ένα κίτρινο ταξί διασχίζει τους γεμάτους κίνηση και χρώματα δρόμους της Τεχεράνης. Διάφοροι επιβάτες μπαίνουν στο ταξί, και με κάθε ειλικρίνεια εκφράζουν τις απόψεις τους. Ο οδηγός και αυτός που διευθύνει τις συνεντεύξεις δεν είναι άλλος παρα ο σκηνοθέτης Jafar Panahi / Τζαφάρ Παναχί. Ο φακός του τοποθετημένος στο ταμπλό του αυτοκινήτου συλλαμβάνει το πνεύμα της ιρανικής κοινωνίας μέσα από αυτό το κωμικό και δραματικό...
Ο Jafar Panahi δηλώνει: «Είμαι ένας σκηνοθέτης. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο παρά μόνο ταινίες. Ο κινηματογράφος είναι ο τρόπος έκφρασης μου και το νόημα της ζωής μου. Τίποτα δεν μπορεί να με αποτρέψει από το να κάνω ταινίες. Γιατί όταν είμαι πιεσμένος στις πιο απώτατες γωνιές, τότε έρχομαι σε επαφή με τον εσωτερικό μου εαυτό. Και σε τέτοιους ιδιωτικούς χώρους, παρ' όλους περιορισμούς, η ανάγκη για δημιουργία γίνεται κάτι παραπάνω από μια παρόρμηση. Ο κινηματογράφος ως Τέχνη γίνεται η κύρια έγνοια μου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε κάθε περίπτωση πρέπει να συνεχίσω να κάνω ταινίες: για δείξω το σεβασμό μου και αισθάνομαι ότι ζωντανός.»

(πηγή κατάλογος Φεστιβάλ Βερολίνου 2015)