(Ο βάλτος)
της Lucrecia Martel
la-cienaga.jpg

Κάπου στα βορειοδυτικά της Αργεντινής. Φεβρουάριος. Η τροπική ζέστη του καλοκαιριού στο νότιο ημισφαίριο διακόπτεται συχνά από την τροπική βροχή. Το δάσος της περιοχής μετατρέπεται σε αδιάβατο βάλτο. Στην περιοχή βρίσκεται ένα ράντσο, το La Mandragora. Σ' αυτό το ράντσο μένει η Mecha. Περνά τον χρόνο της πίνοντας δίπλα στην πισίνα. Αναζητά την απόδραση από την τελματωμένο γάμο της, μ' ένα αδιάφορο σύζυγο. Στην κοντινή πόλη ζει μια συγγενής της, η Tali. Βασανίζεται και αυτή από την ζέστη, την βροχή, τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά της. Μόνο διάλειμμα σ' αυτό το κλίμα ανίας και απραξίας είναι η εμφάνισης της Παναγίας. Απρόοπτα γεγονότα φέρνουν κοντά τις δύο οικογένειες. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης σκοτεινά οικογενειακά μυστικά υπονοούνται, και χαμηλές εντάσεις κυριαρχούν στις σχέσεις. Απ' αυτό το τροπικό καλοκαίρι δεν θα επιβιώσουν όλοι. Οι απώλειες είναι αναμενόμενες, αλλά πάντα απρόβλεπτες…
Πέντε χρόνια χρειάστηκε για την ολοκλήρωση της ταινίας, η σκηνοθέτις της Lurecia Martel. Έχοντας ως ηθοποιούς ερασιτέχνες, η δημιουργός αναζήτησε την πρώτη ύλη της δραματικής πλοκής σε ιστορίες φαντασμάτων που άκουγε μικρή από την γιαγιά της. Δημιουργεί ένα περιβάλλον ασφυκτικό, όπου η ζέστη και η υγρασία διαποτίζουν την προσωπικότητα των ηρώων. Η απειλή της καταιγίδας, τα σύννεφα στον ουρανό, οι κεραυνοί που πέφτουν μακριά, οι πυροβολισμοί των κυνηγών: όλα δημιουργούν μία ένταση στην ατμόσφαιρα.
Μέχρι την στιγμή που η έκρηξη θα συμβεί και το κουτί της Πανδώρας θα ανοιχτεί.
Ο λόγος της ταινίας είναι πλάγιος και υπαινικτικός, υποβάλλει στον θεατή ένα κλίμα κοινωνικής και ηθικής παθογένειας: Συμπτώματα μίας κοινωνικής ασθένειας που βασανίζει την μεσοαστική τάξη, η παρακμή, η αποσύνθεση και η ηθική κατάπτωση υπονομεύουν τον κοινωνικό περίγυρο και οδηγούν τελικά στη διάλυση. Οι συσχετίσεις με την μεξικάνικη περίοδο του Luis Bunuel, αλλά και με το έργο του Arturo Ripstein, είναι αναπόφευκτες και προσδιορίζουν τον χώρο στον οποίο κινείται η ταινία.
Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, 2001 και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Δημήτρης Μπάμπας

Οι δηλώσεις της Lucrecia Martel

Η ταινία Ο Βάλτος (La ciénaga) δεν ακολουθεί την κλασική φόρμα αφηγηματικής δομής. Δεν υπάρχει μία κρυφή αλήθεια που πρέπει να αποκαλυφθεί από τους χαρακτήρες, ούτε καμιά συνήθη σύνδεση ανάμεσα στα γεγονότα που κτυπούν τις οικογένειες της Mecha και της Tali.
Αντί για μια σκηνή δραματική κορύφωσης, υπάρχει μια συσσώρευση καταστάσεων οι οποίες μπορούν είτε απλώς να χαθούν και να σβήσουν, είτε να έχουν μοιραίες επιπτώσεις. Οι χαρακτήρες της ταινίας Ο Βάλτος (La ciénaga) έχουν μια αμυδρώς, όχι άνετη, σχέση με την φύση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις σκηνές που διαδραματίζονται στους εξωτερικούς χώρους. Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να απεικονίσω το τοπίο με γραφικότητα. Αντίθετα, η φύση δεν είναι φιλική και φιλόξενη. Απορρίπτω την ρομαντική άποψη σύμφωνα με την οποία η εγγύτητα στη φύση συνεπάγεται την αρμονία.
(…) Συμπεριφορές επαρχίας παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο Ο Βάλτος (La ciénaga). Στο Μπουένος Άιρες, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα προβλήματα τους μ' ένα σύγχρονο τρόπο και μάλλον πιο άμεσα. Ο κόσμος στην επαρχία, ωστόσο έχει μία τάση να λεει πολλά, περίπλοκα και συχνά παράλογα περιστατικά, κάνοντας έκκληση για κατανόηση και συμπάθεια, η οποία πολλές φορές στέφεται από επιτυχία: να υπερνικήσουν τα άγχη αναβιώνοντας τα.
(…) Αν υπάρχει ένα στοιχείο κλειδί στο Ο Βάλτος (La ciénaga), αυτό θα ήταν η αίσθηση του να είσαι "εν ανέσει" άρρωστος. Το Ο Βάλτος (La ciénaga), παρουσιάζει μια κοινωνική τάξη, η οποία δεν έχει ούτε μια παράδοση στην οποία να μπορεί να στηριχθεί, και δεν διαθέτει ούτε τα μέσα για να αγοράσει την ασφάλεια, που μια τέτοια παράδοση μπορεί να παρέχει. Μια τάξη που ζει την σεξουαλικότητα της χωρίς πολύ καλά καθορισμένους κανόνες. Μία τάξη που θέλει τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν και επιπλέον, παράδοξα, δεν φοβάται τίποτε τόσο πολύ όσο την ιστορία που επαναλαμβάνεται.
(…) Στα ισπανικά της Αργεντινής, η λέξη " ciénaga " δεν έχει τις σκοτεινές παραδηλώσεις που έχει η λέξη swamp (βάλτος) στα αγγλικά. Είναι ένα μέρος με υγρασία και νερά, γεμάτο από έντομα και ζώα που τρωνε αυτά τα έντομα -στην πραγματικότητα είναι ένα μέρος που πάλλεται από ζωή. Ναι, μπορεί να μην είναι άνετο για να ζεις εκεί, όμως δεν είναι ΤΟ τρομερό μέρος, γεμάτο θάνατο.
(…) Νομίζω ότι όταν μεγαλώνεις στην επαρχία βλέπεις όπλα παντού και τριγύρω παιδιά -και υπάρχουν πολλά ατυχήματα. Νομίζω ότι η ευθραυστότητα του σώματος είναι ένα από τα θέματα της ταινίας.
(…) Δεν έγραψα τον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας έχοντας στο μυαλό μου την Graciela Borges (σ.τ.μ. μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς του σινεμά της Αργεντινής). Όμως μόλις της έδειξα το σενάριο, ενθουσιάστηκε αμέσως με τον ρόλο. Για αυτούς που δεν την ξέρουν συνήθως παίζει γυναίκες της ανώτερης τάξης, πολύ εκλεπτυσμένες γυναίκες. Ήταν διασκεδαστικό να παίζω με αυτήν την εικόνα με την οποία έχει γίνει ευρύτερα γνωστή, ειδικά στο κοινό της Αργεντινής που περιμένει απ' αυτήν ένα πολύ συγκεκριμένο είδος ταινίας.
(…) "Δούλεψα" τον ήχο ταινίας πολύ πριν σκεφτώ τις εικόνες. Ήθελα να κάνω τον ήχο πιο εκφραστικό από τις εικόνες. Καθώς η αφήγηση της ταινίας δεν αναπτύσσεται προς τα πάνω, θα έπρεπε να βρω κάτι που να δημιουργεί υψηλές εντάσεις, καθ' όλη τη διάρκειά της.

(δηλώσεις στα production notes και σε συνέντευξη τύπου κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης που δημοσιεύθηκαν στο www.indiewire.com , 4-10-2001. Απόδοση Δ.Μ.)