(Σάββατο)
του Juan Villegas

Ο αφηγηματικός χρόνος της ταινίας διαρκεί λίγες ώρες: συγκεκριμένα από το Σάββατο απόγευμα μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας, της Κυριακής. Τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας είναι τρία νεαρά ζευγάρια -και το θέμα της δραματικής πλοκής οι μεταξύ τους σχέσεις και οι διασταυρούμενες διαδρομές τους. Ένα κορίτσι που έχει αποφασίσει ότι θέλει να είναι μόνη, ο φίλος της που δεν ξέρει πως να την αντιμετωπίσει, ένας διάσημος ηθοποιός ο οποίος δεν μπορεί να σταθεί σ' ένα μέρος, μια νεαρή κοπέλα που υποκρίνεται ότι διασκεδάζει, ενώ βαριέται αφόρητα και τέλος ένα ζευγάρι βυθισμένο στην κοινή του πλήξη. Μοναξιά, ανία, αμηχανία, δυσαρέσκεια, είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν στον σύμπαν της ταινίας. Οι νεαροί ήρωες αναζητούν απεγνωσμένα ένα νέο βλέμμα που θα αλλάξει το τοπίο, νέα συναισθήματα που θα αποκαλύψουν την άλλη όψη των πραγμάτων.
Μελαγχολική κωμωδία για την αθέατη (και συχνά δυσάρεστη) όψη των ανθρωπίνων σχέσεων, η ταινία δεν κρύβει τις αναφορές της στον Γάλλο σκηνοθέτη Eric Rohmer. Όχι μόνο για την εμμονή της σκηνοθεσίας στους διάλογους (οι οποίοι κινηματογραφούνται με πλάνα μεγάλης διάρκειας) αλλά και για την κεντρική θέση που κατέχει στη δραματική πλοκή η σύμπτωση και το τυχαίο (επιτρέποντας έτσι στα πρόσωπα να συναντηθούν και να συνομιλήσουν). Αποκαλύπτεται έτσι -μέσα από την συνεχή έκθεση του ορατού και του καθημερινού-, το αθέατο των σχέσεων, δηλαδή ο κρυφός συναισθηματικός κόσμος των προσώπων. Καθώς οι ερωτικές προτιμήσεις των προσώπων αλλάζουν στη διάρκεια της αφήγησης, σιγά -σιγά αντιλαμβανόμαστε ότι η ρευστότητα των σχέσεων είναι προϊόν μιας υπόγειας δυσαρέσκειας. Αυτήν τη δυσαρέσκεια θέτει, σε δημόσια θέα, η ταινία.
 Άξιας αναφοράς είναι η παρουσία του Gaston Pauls (Εννιά Βασίλισσες (Nueve Reinas)) ενός ανερχόμενου Αργεντινού ηθοποιού, που υποδύεται τον εαυτό του, αυτοσαρκαζόμενος ως σύμβολο του σεξ.
Δ.Μ.

Οι δηλώσεις του Juan Villegas

Ο κινηματογράφος λειτουργεί μ' ότι η πραγματικότητα μας επιτρέπει να δούμε., ή για να το πω αλλιώς με τμήμα της πραγματικότητας που επιλέγουμε να δούμε. Από αυτήν την αντίληψη ξεκίνησε η επιλογή του ρεαλισμού (που χαρακτηρίζει την ταινία) και επίσης απ' εδώ έλκει την καταγωγή της η αισθητική πρόταση, που κατηύθυνε την συγγραφή του σεναρίου για το Σάββατό. Ωστόσο θα προτιμούσα να μην μιλήσω για τον ρεαλισμό, γιατί αυτή η αναφορά δημιουργεί παρανοήσεις, όταν συγχέεται με την απουσία τάξη, την αναζήτηση των κοινωνικών προβλημάτων ή την οξύτητα του ντοκιμαντέρ. Γι' αυτό προτιμώ να μιλώ για αντικειμενικότητα: επειδή η κλίση προς τον ρεαλισμό δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτά τα στοιχεία που μόλις ανέφερα -αντίθετα έχει σχέση με την τεχνική αντικειμενικότητα των κινουμένων εικόνων.
Το Σάββατο (Sábado) είναι μια "αφηρημένη" ταινία, γιατί εγκαθιδρύει το δικό της επικοινωνιακό σύστημα, μέσω των διαλόγων και επίσης κατασκευάζει ένα κλειστό σύμπαν που βασίζεται στο ελεύθερο χώρο. Επίσης καταργεί την παρουσία της πόλης, συγκεντρώνοντας τη δράση μόνο στους έξι χαρακτήρες και ωθώντας το παιχνίδι των συμπτώσεων στα όρια της αληθοφάνειας. Πάντα προσπαθούσα να παρουσιάσω το μη ορατό διαμέσου του ορατού (όπως ίσως θα έλεγε και ο Rohmer), να αφήσω το πρόσωπο του ηθοποιού και τη δύναμη των καταστάσεων να ζωντανεύουν μια αλήθεια, η οποία να υπερβαίνει αυτό που δείχνεται στον θεατή, αποφεύγοντας προηγούμενες σημασιοδοτήσεις και πομπώδεις επιβεβαιώσεις. Καθοδηγώντας έτσι τον καθένα να δει τις βαθύτερες όψεις των πραγμάτων, αυτά δηλαδή που γνώριζαν αλλά τα είχαν ξεχάσει.

(Δηλώσεις στην εφημερίδα, τον κατάλογο του Φεστιβάλ Βενετίας 2001 και τα production notes)