του Wong Kar-wai
grandma1.jpg

Μια επικών διαστάσεων τοιχογραφία χαρακτήρων, σε τόνους συναισθηματικούς,  η ταινία του Wong Kar-wai επικεντρώνεται σε πρόσωπα που σφράγισαν με τρόπο καθοριστικό το χώρο των κινέζικων πολεμικών τεχνών.
Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι ο ιδρυτής του δημοφιλούς στυλ Wing Chun, ο Yip Kai-man (ή Γιέ Τζι-Γουέν στα μανδαρίνικα). Η αφήγηση παρακολουθεί τη διαδρομή του από τα χρόνια της ευημερίας, τη δεκαετία του 30 στο Foshan στην επαρχία Guangdong, στα χρόνια των δοκιμασιών και των ταπεινώσεων, την περίοδο της ιαπωνικής κατοχής, και από κει στη δεκαετία του 50, στα χρόνια της διδασκαλίας και της καταξίωσης στο υπό αγγλική κατοχή Χονγκ Κονγκ.
Όπως είναι εξαρχής φανερό, σ’ όποιον έχει μια ελάχιστη γνώση της σύγχρονης ιστορίας των πολεμικών τεχνών, ό,τι αποτελεί την αφηγηματική γραμμή της ταινίας είναι σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό επινοημένο και προσχηματικό: μια μυθοπλαστική εκδοχή της πραγματικότητας όπου η πραγματικότητα, ο θρύλος και η προσωπική μυθολογία του σκηνοθέτη πλέκονται αξεδιάλυτα. Είναι λοιπόν χωρίς νόημα μια αποτίμηση της πιστότητας στη σχεδίαση των χαρακτήρων. Ό,τι έχει νόημα στην ταινία είναι το πώς η σκηνοθετική ιδιοτυπία μεταμορφώνει το μύθο, τα πρόσωπα, τις εικόνες της ταινίας.
Εμβαπτισμένη στην κινέζικη παράδοση, τη σύγχρονη ιστορία αλλά και τη βουδιστική θεολογία -περισσότερο απο κάθε άλλη ταινία του σκηνοθέτη-, το The Grandmaster είναι κυρίως μια ταινία για την κίνηση των σωμάτων, τη χορογραφία των πολεμικών τεχνών, για την εγγύτητα και το σωματικό άγγιγμα.
Η δραματική πλοκή έχει στο κέντρο της ένα δίδυμο χαρακτήρων – τον Yip (στο ρόλο ο Tony Leung) και την Gong Er (στο ρόλο η Zhang Ziyi)– και στην περιφέρεια ένα πλήθος προσώπων -δασκάλων πολεμικών τεχνών. Αν και η αφήγηση στο σύνολο της παρακολουθεί την εξέλιξη της μεταξύ τους σχέσης, ωστόσο η ταινία χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, αφού εστιάζει, πολλές φορές με τρόπο έντονο, και στα περιφερειακά πρόσωπα. Αυτή η εστίαση δίνει την αφορμή για μια σειρά από σκηνές συγκρούσεων, όπου διαφορετικά στυλ πολεμικών τεχνών εκτίθενται - και όπου το καθένα τους δεν είναι παρά έκφραση του εσωτερικού συναισθηματικού τοπίου του προσώπου. Και είναι ακριβώς σ’ αυτές τις σκηνές όπου θα βρούμε όλο το αισθητικό οπλοστάσιο του σκηνοθέτη: την εμμονή στην κίνηση και τη λεπτομέρεια, την ιδιαίτερη διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου -με το σταμάτημα, τη διόγκωση, το πολλαπλασιασμό του χρόνου-, την πολυχρωμία ως μια έκφραση ενός ιδιαίτερου συναισθηματικού τοπίου, τη διαλογική σχέση ανάμεσα στα αφηγηματικά στάσιμα και τις ροές εικόνων, το ρυθμό, την ακρίβεια και τη χάρη των κινήσεων, την αντανάκλαση, το φως και τις σκιές .
Πέρα απ’ όλα αυτά όμως, η ταινία είναι διάστικτη από τη προσωπική μυθολογία του σκηνοθέτη για τις σχέσεις ανάμεσα στη γυναίκα και τον άνδρα, για τους ανέφικτους και ανεκπλήρωτους έρωτες. Πρόσωπα παγιδευμένα στους λαβύρινθους του έρωτα, τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας -ο Yip και η Gong Er -  στιγματίζονται από ένα ανεκπλήρωτο, σχεδόν υποδόριο και αφανές ερωτικό πάθος. Στον κόσμο του Wong Kar-wai, όπου ένα κουμπί γίνεται η έκφραση της πιο βαθιάς ερωτικής τρυφερότητας, οι ήρωες είναι βυθισμένοι στη μελαγχολία της ύπαρξης: έχουν ζήσει την εμπειρία και την αναπολούν, στοχάζονται  πάνω σ’ αυτήν. Συμφιλιωμένοι με τη ερωτική θλίψη και τον πόνο, οι δύο ήρωες της ταινίας, καθ’ όλη την αφηγηματική διαδρομή της ταινίας, έχουν μόνο μια δική τους προσωπική στιγμή: είναι τότε που τα σώματα τους, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης, θα έρθουν σε επαφή, όπου το άγγιγμα και η εγγύτητα θα σημαδέψει τις καρδιές τους.
Καθηλωμένοι σ' αυτή τη μοναδική στιγμή έρωτα είναι καταδικασμένοι να τη ζουν για πάντα…

Δημήτρης Μπάμπας