του Xavier Dolan
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
lawrenc1.jpg

Έζησα τη δεκαετία του ’90 μαζί με την μητέρα μου σ’ ένα προάστιο του Μόντρεαλ. Στο σχολείο ήμουν ένα παιδί-αστέρι, αφού είχα το προνόμιο να λείπω από μαθήματα για να παίζω σε διαφημιστικά ή ταινίες. Φαντάζομαι ότι στα μάτια των συμμαθητών μου, έμοιαζα να είμαι μέσα στις σόου-μπίζνες. Η αλήθεια είναι ότι η σχέση μου με τον κινηματογράφο ήταν επιφανειακή: αν εξαιρέσουμε τις κλασικές ταινίες του Ντίσνεϊ, η μύησή μου στην έβδομη τέχνη περιοριζόταν στα δυναμικά και άψυχα blockbusters του Χόλιγουντ, ντουμπλαρισμένα στα γαλλικά, στα οποία με πήγαινε ο πατέρας μου (συχνά, απλώς και μόνο για να παρακολουθήσει το επίπεδο του ντουμπλαρίσματος, τη δουλειά απ’ όπου ουσιαστικά έβγαζε το ψωμί του). Η μητέρα μου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με αυτές τις εξόδους, ήταν πολύ καχύποπτη γύρω από την επιρροή που μπορούσαν να μου ασκήσουν τέτοιες ταινίες. Αργότερα μάλιστα, πιστεύω ότι μπορεί και να κατηγορούσε τις ταινίες αυτές για τη βία και την απειθαρχία που έδειξα ως έφηβος.
Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν η μητέρα μου που με πήγε στο κινηματογραφικό μου βάπτισμα: τον Δεκέμβριο του 1997, όταν ήμουν 9 χρόνων, η μητέρα μου με πήγε στην (δυστυχώς κλειστή τώρα πια) αίθουσα Le Parisien. Εκείνη τη βραδιά βίωσα, νομίζω, όλες τις «πρώτες φορές» που προσφέρει η ζωή με ιλιγγιώδη ταχύτητα: ένιωσα ερωτευμένος με έναν άντρα, με μια γυναίκα, με τα κουστούμια, το ντιζάιν, τις εικόνες… Ένιωσα τα ρίγη που συνοδεύουν μια σπουδαία, φιλόδοξη ιστορία, ειπωμένη με σεβασμό στους κανόνες της τέχνης, έξυπνη, επική και συγκλονιστική.
Αυτό το κινηματογραφικό σοκ δεν μπορούσε να παραβλεφθεί, και ήξερα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να μάθω αγγλικά όσο το δυνατόν συντομότερα, για να μπορώ να παίζω κι εγώ σε αμερικανικές ταινίες. Σ’ αυτό το σημείο της ζωής μου επίσης, άρχισα να ντύνομαι συχνότερα - και πιο σοβαρά - με τα ρούχα της μητέρας μου, και χωρίς εκείνη να με εμποδίζει. Περνούσα όλο και περισσότερο χρόνο στον κόσμο της φαντασίας μου - ξεφεύγοντας έτσι από τον αληθινό, όπου τα παιδιά της ηλικίας μου με αντιπαθούσαν, όπου αποκτούσα μόνο κάλπικους φίλους λόγω της διασημότητάς μου, κι όπου δημιουργούσα ένα κέλυφος αλαζονείας που με προστάτευε. Συνειδητοποίησα πρόσφατα ότι αυτό το κινηματογραφικό σοκ ήταν μια αποκάλυψη. Όχι μόνο ήξερα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός και σκηνοθέτης, αλλά ακριβώς όπως σ’ αυτό το φανταστικό φιλμ που είχα μόλις δει, ήθελα τα σχέδια και τα όνειρά μου να είναι απεριόριστα, και ήθελα επίσης αυτή η άτρωτη αγάπη που είδα στη μεγάλη οθόνη μια μέρα να γίνει δική μου.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, παρακολουθώ το «Λόρενς Για Πάντα» και βλέπω την παιδική μου ηλικία να παίζεται κρυφά. Ξεκαθαρίζω ότι δεν θέλω να γίνω γυναίκα, και η ταινία μου είναι ένας φόρος τιμής στην ύστατη ιστορία αγάπης: η φιλόδοξη, η ακατόρθωτη, η αγάπη που θέλουμε να είναι συνταρακτική, ανεξάντλητη, η αγάπη για την οποία δεν τολμάμε να ελπίζουμε, η αγάπη που μόνο ο κινηματογράφος, τα βιβλία και η τέχνη μας παρέχουν.
Το «Λόρενς Για Πάντα» είναι ένας φόρος τιμής στην περίοδο της ζωής μου, πριν γίνω σκηνοθέτης, που έπρεπε να γίνω άντρας.
(...) Μου φαινόταν πολύ φυσικό να τοποθετήσω αυτή την ταινία στη δεκαετία στην οποία μεγάλωσα. Νιώθω ότι η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν η ιδανική περίοδος για μια ταινία που μιλάει για τα φύλα: σ’ αυτή την εποχή, οι προκαταλήψεις γύρω από την ομοφυλοφιλία καταλάγιαζαν, ο πανικός άρχισε να αντικαθιστάται από την κατανόηση γύρω από το Aids, το σιδηρούν παραπέτασμα κατέρρεε, και ένας σοκαρισμένος κόσμος αποκτούσε ελευθερία.
Για τον Λόρενς Αλιά, μοιάζει μια λογική εποχή για να επιβιώσει και ζήσει καλά όντας ο εαυτός του. Αλλά ο τρανσεξουαλισμός του, το ύστατο ταμπού, του αποκαλύπτει έναν νέο κόσμο με γυάλινη οροφή.
Ακόμη και σήμερα, ένας τρανσέξουαλ δάσκαλος προκαλεί ανησυχία στους γονιούς, που τρομοκρατούνται στην πιθανότητα να εκτεθούν τα παιδιά τους σε αντικομφορμιστικές  ιδέες και τρόπους ζωής. Ακόμη και οι πιο εκλεπτυσμένοι το διασκεδάζουν όταν ξεχωρίζουν έναν τρανσέξουαλ στο δρόμο. Τα γκέτο της ταυτότητας είναι ακόμη εχθρικά στο τρίτο φύλο.
Αν ο τρανσεξουαλισμός αντιπροσωπεύει την έσχατη έκφραση της διαφορετικότητας, τότε η δεκαετία του ’90 προσφέρει ένα καταπληκτικό πλεονέκτημα – 12 χρόνια αργότερα – για να καταλάβουμε πόσο πολύ, ή πόσο λίγο, έχουμε προχωρήσει από τότε.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)