(Stratos)
του Γιάννη Οικονομίδη
stratos.jpg

Πορτραίτο ενός χαρακτήρα ιδιαίτερου, αλλά και μια περιπετειώδης ως προς το αφηγηματικό της ύφος αντανάκλαση της Ελλάδας της κρίσης, η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη επιβεβαιώνει την παραμονή του σκηνοθέτη στις επικράτειες των κινηματογραφικών ειδών, και πιο συγκεκριμένα σ’ αυτές της γκανγκστερικής ταινίας και του μισοφωτισμένου φιλμ νουάρ. (*)
Όσον αφορά το προηγούμενο, η σκηνοθεσία εξαρχής δηλώνει τις προθέσεις της: έχει ως κεντρικό χαρακτήρα ένα πρόσωπο της κινηματογραφικής μυθολογίας –τόσο ξένο όμως για το ελληνικό σινεμά του δημιουργού- έναν επαγγελματία δολοφόνο. Άρτι αποφυλακισθείς ο ομώνυμος του ξενόγλωσσου τίτλου, ήρωας ζει μέσα στις δικές του ζωτικές αυταπάτες: ένα μικρό ψάρι που κινείται στα βαθιά νερά. Ενσαρκωμένος από τον διαρκώς στα όρια της απάθειας και κατατονίας Βαγγέλη Μουρίκη, ο ήρωας θα βρεθεί αντιμέτωπος με το τοπίο της άγριας κοινωνικής πραγματικότητας, όταν κάθε αυταπάτη έχει καταρρεύσει και κάθε ελπίδα έχει αποδειχθεί φρούδα…
Η δομή της αφήγησης συντίθεται από δύο εμποτισμένα στη βία, αλληλοδιαδεχόμενα και εναλλασσόμενα μέρη. Το πρώτο είναι οι διαλογικές σκηνές, στις οποίες ο ήρωας συναντά τα υπόλοιπα πρόσωπα της δραματικής πλοκής. Εδώ σχεδιάζεται για τον ήρωα το πορτραίτο του ψυχρού, απαθούς, μάλλον αδιάφορου συναισθηματικά χαρακτήρα. Ωστόσο υπάρχει κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτήν τη σχεδίαση: αντίβαρο στην ψυχρότητα και την απουσία συναισθημάτων του ήρωα είναι το ζεστό συναισθηματικό του βλέμμα προς την οικογένεια των γειτόνων και τον φίλο στη φυλακή. Παράλληλα, το μέρος αυτό είναι διάστικτο από μια βία λεκτική (και όχι μόνο) –τόσο γνώριμη από τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη- αποδέκτης ή μαρτυράς της οποίας γίνεται συχνά ο ήρωας. Η λεκτική βία αυτή είναι έκφραση μιας οργής και μιας επιθετικότητας προς τον Άλλον. Εκφέρεται από πρόσωπα που τελούν υπο πίεση, θυμωμένα, οργισμένα: είναι οι αγανακτισμένοι, τα εμβληματικά πρόσωπα της κρίσης. Και γι’ αυτό η παθητικότητα ή η απάθεια, που χαρακτηρίζει τον ήρωα, η απουσία κάθε μορφής οργής τον διαχωρίζει από τον περίγυρο του. Επιπλέον, δείχνει να είναι και η ασπίδα προστασίας του απέναντι στην επιθετικότητα των Άλλων. Όχι μόνο απέναντι στη βία, αλλά, -και αυτό είναι το σημαντικότερο-, στην ηθική διαφθορά, που διαρκώς διαβρώνει τα πρόσωπα.
Το δεύτερο μέρος οργανώνεται γύρω από τα συμβάντα, τα σχετικά με το γκανγκστερικό μύθο: οι συναντήσεις, οι δολοφονίες, οι περιπλοκές. Εδώ, ο ήρωας είναι ο δρων, αυτός που ασκεί τη βία. Αυτό το μέρος είναι γεμάτο αναφορές και απόηχους από το έργο του Jean-Pierre Melville: Ο ήρωας στιγματίζεται από μια θλίψη και μελαγχολία, από αυστηρότητα στη μορφή και τον τρόπο, όπως οι μονήρεις ήρωες του γάλλου δημιουργού.
Αυτά τα μέρη αλληλοσυμπληρώνονται και, στη δραματική κορύφωση της ταινίας, το ένα εισβάλλει στο άλλο. Το πρώτο μέρος φορτίζει συναισθηματικά (και όχι μόνο) τον ήρωα, ενώ το δεύτερο φαίνεται να εκτονώνει την πίεση. Το κοινό έδαφος και των δύο μερών είναι το κλίμα ηθικής διαφθοράς, η ηθική διάβρωση, η ηθική κατάρρευση –αντανακλάσεις μιας κρίσης όχι μόνο οικονομικής.
Οι χώροι της δραματικής πλοκής, έρημοι τόποι, άδειοι από πρόσωπα, σχεδόν χωρίς κίνηση και ανθρώπινη παρουσία- αντανακλάσεις αυτής της κυρίως ηθικής κρίσης: είναι έκφραση ενός ηθικού κενού.
[Είναι μόνο στο τέλος. στη σκηνή του γαμήλιου γλεντιού, όπου υπάρχει μια ευφορία της ανθρώπινης παρουσίας. Όμως, αυτό το επεισόδιο τόσο έξω από το συνολικό κλίμα της ταινίας και τόσο παραπλανητικό, είναι ένα διάλειμμα πριν την κορύφωση.]
Μέσα σ' αυτό κλίμα, ο ήρωας είναι ένας αμέτοχος παρατηρητής και σχεδόν αθώος. Εντέλει, ακόμα και αυτά τα πρόσωπα που εκτελεί είναι ηθικά διαβρωμένα, μέρη και παράγοντες της (ηθικής) κρίσης. Είναι, λοιπόν, ο ήρωας ένας άγγελος εκδικητής, ένας τιμωρός. Στο τέλος, όμως, όταν δηλαδή στιγματιστεί και αυτός από την οργή, τότε θα εγκαταλείψει τη θέση του δρώντος προσώπου και περάσει στη θέση του παθητικού θύματος, θα γίνει και το σφάγιο μιας θυσίας. Στην κλιμάκωση αυτής της νουάρ τραγωδίας, ο θάνατός του είναι μια θυσία για την έξοδο από την κρίση: τώρα η Ελλάδα -μετά απ’ όλους αυτούς τους φόνους– μοιάζει λίγο πιο καθαρή…

Δημήτης Μπάμπας

* Η είσοδος του Γιάννη Οικονομίδη σ’ αυτό το είδος έγινε με το Μαχαιροβγάλτη, την προηγούμενη του ταινία.