(Η χώρα του Θεού)
του Hlynur Pálmason
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_godland-2.jpg

Στα τέλη του 19ου αιώνα κι ενώ η Ισλανδία είναι ακόμα αποικία της Δανίας, ο Δανός επίσκοπος προστάζει τον νεαρό πάστορα Λούκας να πάει σ’ ένα ισλανδικό χωριό, για να φτιάξει εκεί μια εκκλησία. Ο Λούκας, επιλέγει ως διαδρομή τον πιο, δύσκολο στεριανό δρόμο, παρ’ ότι ξέρει πως ο καιρός είναι επικίνδυνος, για να φωτογραφίσει τους ανθρώπους που θα συναντά και τα τοπία. Η επιμονή του να γίνονται όλα όπως εκείνος νομίζει σωστά, καταλήγει στο θάνατο ενός μέλους της ομάδας του και βάζει σε κίνδυνο και τον ίδιο. Επιζεί χάρη στον Ράγκναρ, τον σκληροτράχηλο αρχηγό της ομάδας, που τον κουβαλά στην Ισλανδία ημιθανή και τον πάει στο σπίτι ενός Δανού αγρότη για να συνέλθει. Ο Λούκας μοιάζει σαν χαμένος στην ξένη γη, όμως, οι μέρες περνούν, το χτίσιμο της εκκλησίας προχωρά κι η μεγάλη κόρη του αγρότη δείχνει να τον ερωτεύεται. Ακόμα κι ο άξεστος Ράγκναρ ενδιαφέρεται ξαφνικά για το Θεό. Όλα δείχνουν να έχουν πάρει το δρόμο τους, εκτός ίσως απ’ τον ίδιο τον Λούκας…
Πώς είναι να μην σε κερδίζει η νέα γη; Και πόσο βλέπει κανείς, όταν δεν θέλει ν’ ακούει; Με στέρεη αφηγηματική γραμμή και υπέροχα, τετράγωνα κάδρα, με το αδάμαστο μεγαλείο της φύσης να εντείνει τους ανθρώπινους διχασμούς, και με την πλοκή να συμπυκνώνει μέσα της διαχρονικά ερωτήματα για το ανήκειν, το Θεό και την επικοινωνία, Η χώρα του Θεού του Χίλνουρ Πάλμασον, ξεπροβάλλει μπρος μας χειροπιαστή και μεγαλόπρεπη, επιβλητική, ανησυχητική και λυρική μαζί, σαν τα μουσκεμένα ισλανδικά τοπία και τη λάβα. Με μπεργκμανικό υπαρξιακό βάρος και βάθος, επιρροές από Μάλικ και Χέρτζογκ, δεξιοτεχνικά, δυνατά πλάνα, ονειρική διάθεση και ολίγη λανθάνουσα φροϋδική ομοφυλοφιλία του ονείρου, για να μην αναφέρουμε και μια γενναία -αντισταθμιστική των δεινών- δόση υποδόριου σκανδιναβικού χιούμορ, η ταινία ζητά να της αφεθούμε για να μας κερδίσει με τη γοητεία της και οπωσδήποτε να τη δούμε στη μεγάλη οθόνη.
Η αποικιοκρατική αλαζονεία που αρνείται να δει τον άλλον ισότιμα, οι εσωτερικοί κι εξωτερικοί διχασμοί, οι εγωιστικές σιγουριές που ενδύονται το μανδύα της πίστης, η αναζήτηση ενός Θεού που διαφεύγει όσο αρνούμαστε να κοιτάξουμε μέσα μας και να δούμε αυτά που έχουμε κοινά με τον Άλλον, είναι μερικά ακόμα απ’ τα θέματα που η ταινία ξετυλίγει μέσα από ένα κινηματογραφικό φορμά, που ο Πάλμασον επέλεξε με αφορμή κάποιες παλιές φωτογραφίες ενός Δανού πάστορα -τις πρώτες που βρέθηκαν ποτέ της Ισλανδίας,
Μέσα απ’ την μυθοπλαστική ιστορία του Λούκας, ο Πάλμασον θέλει επίσης να μιλήσει για το πώς είναι να ταλαντεύεσαι ανάμεσα σε δύο πατρίδες και δύο γλώσσες αλλά και για το αποικιοκρατικό παρελθόν της Ισλανδίας που συνήθως παραλείπεται απ’ τις αφηγήσεις. Σε αντίθεση με τον σκηνοθέτη και την ταινία, που κατορθώνουν να εξισορροπούν τα διαφορετικά και τ’ αντικρουόμενα μέσα τους -όπως την αγάπη και το μίσος για το ίδιο μέρος-, ο Λούκας -πολύ πιο πρωτόγονος και προκατειλημμένος απ’ ότι θέλει να παραδεχτεί- ξέρει να κοιτά μόνο με το βλέμμα του κατακτητή γι αυτό εν τέλει ακόμα κι η φωτογραφική του μηχανή αχρηστεύεται – όσο δεν μπορεί να αναγνωρίσει κάτι απ’ τον εαυτό του στους άλλους. Σαν τους Κούφιους Ανθρώπους του Έλιοτ, ο Λούκας έχει χάσει το βλέμμα του και το Θεό του μαζί, κι έτσι η πορεία του δεν είναι προς τον κόσμο που γεννιέται, αλλά προς εκείνον που χάνεται και στη γη – αφού μόνο αυτή μπορεί να τον εμπεριέξει και να τον δεχτεί, στην μόνη κοινή στιγμή που έχουν όλοι οι άνθρωποι μεταξύ τους.
Τη δεξιοτεχνική κινηματογράφηση αυτής της καθοδικής πορείας του ήρωα, που ξεκινάει πιστεύοντας ότι είναι Θεός και παρ’ ότι χάνει συνεχώς τις σιγουριές του, δεν μαθαίνει τίποτα, κι ας του στήνει ο σκηνοθέτης συνεχώς μικρές σημειολογικές παγίδες μύθου και μαγικού ρεαλισμού (με την ψυχή να αποκτά όψεις της φύσης και των ζώων), ενδυναμώνει και συμπληρώνει η εξαιρετική κι απόλυτα ταιριαστή πρωτότυπη μουσική και τα παραδοσιακή τραγούδια που κάθε τόσο λένε οι ντόπιοι εκφράζοντας πολύ πιο άμεσα απ’ όλες τις άλλες κουβέντες τα σημαντικά της εποχής – όπως κάνουν πάντα τα τραγούδια για μια κοινωνία.