του Alexandru Belc
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_metronom.jpg

Λίγο πριν τελειώσει η σχολική χρονιά κι ενώ έχει μόλις μάθει ότι το αγόρι της, Σορίν, θα φύγει για τη Γερμανία, η δεκαεπτάχρονη Άννα κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο τις απολυτήριες εξετάσεις της, αλλά και την ελευθερία της όταν συλλαμβάνεται μαζί με όλους τους παρευρισκόμενους στη συγκέντρωση-πάρτι της καλύτερής της φίλης. Στο Βουκουρέστι του 1972, το καθεστώς Τσαουσέσκου απαγορεύει με νόμο στους νέους να ακούνε ραδιοφωνικές μουσικές εκπομπές που δεν εγκρίνει. Πόσο μάλλον να γράφουν γράμματα στους αυτό-εξόριστους εκφωνητές τους. Οι επιπτώσεις για την Άννα θα είναι οδυνηρές. Μπορεί άραγε να τις αποφύγει;
Με λεπτές αποχρώσεις κι υπαινικτική αμεσότητα, με ντοκιμαντερίστικη οπτική κι αισθητική που αποδίδει στην εντέλεια το ύφος και το πνεύμα της εποχής εκείνης, το Metronom του Alexandru Belc, με ευαισθησία κι άλλη τόση δύναμη, μας δίνει ένα μικρό μάθημα Βαλκανικής Ιστορίας, μέσα από μια αυτοβιογραφικής χροιάς πλοκή που αντλεί υλικό από τα προσωπικά βιώματά του σκηνοθέτη. Η ταινία, που επρόκειτο κάποτε να γίνει ντοκιμαντέρ κατέληξε όμως μυθοπλασία, μας δείχνει συνοπτικά, παραστατικά και συμπυκνωμένα, με εσωτερική ένταση στις ερμηνείες και λεπτοδουλειά στα σκηνικά και την κινηματογράφηση, τι σήμαινε για έναν έφηβο να ζει στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Η ταινία που πήρε τον τίτλο της από την ροκ εκπομπή που ακούνε οι νέοι, μας θυμίζει τους τρόπους και τις πρακτικές της μυστικής αστυνομίας του Τσαουσέσκου, Σεκουριτάτε, που τσάκιζε χωρίς δισταγμούς το ηθικό και το ήθος των νέων παιδιών όταν «δεν συμμορφώνονταν προς τας υποδείξεις», ενώ ταυτόχρονα φωτίζει κι ένα κομμάτι της ίδιας της εφηβείας, και του πρώτου έρωτα, αλλά και του σπουδαίου ρόλου που έπαιζε το ροκ στην ενηλικίωση των γενεών εκείνων.
Οι έφηβοι του Metronom, ελπίζουν σε μια ζωή μεγαλύτερης ελευθερίας, ακόμα κι οι μικρότερες εξεγέρσεις τους όμως μπορεί να τους οδηγήσουν σε συντριβή, έτσι όπως η ζωή τους περιορίζεται από ένα ανάλγητο καθεστώς και δεν λαμβάνουν καμία βοήθεια από τις παλιότερες γενιές που έχουν φοβηθεί, παραιτηθεί, ή γίνει μέρος του προβλήματος, κι όπου ακόμα κι οι ίδιοι τους οι γονείς δεν έχουν να τους προτείνουν κάτι καλύτερο, παρά οδυνηρούς συμβιβασμούς -για να σώσουν και το δικό τους τομάρι- και μεγάλες εκπτώσεις ήθους.
Στα πλαίσια αυτά, το ροκ αποκτά ένα ακόμα σπουδαιότερο συμβολισμό απ’ αυτόν που έτσι κι αλλιώς έχει, μετατρέπεται σε μοναδικό σχεδόν χώρο ελευθερίας κι ονείρου που τροφοδοτεί με κάθε τραγούδι του φαντασιώσεις έρωτα, εξέγερσης, αλλά και δραπέτευσης από τα στενά όρια του εαυτού, του οικογενειακού περιβάλλοντος και του καθεστώτος.
Το καθεστώς Τσαουσέσκου, πολεμούσε με μένος -και συνέπειες- την μεγάλη έλξη που ασκούσε στη νεολαία του η μουσική αυτή, όχι τόσο από φόβο μήπως καταστρέψει όπως ισχυριζόταν τα χρηστά ήθη των παιδιών, όσο γιατί τους θύμιζε έννοιες ελευθερίας, δικαιοσύνης και εξέγερσης που έπρεπε να παταχθούν και ταυτόχρονα τους έκανε ίσως να λαχταρούν τον τρόπο ζωής της Δύσης.
Ο Belc, μακρόχρονος συνεργάτης των Κορνέλιου Πορουμπόιου και Κρίστιαν Μουντζίου -οι επιρροές των οποίων φαίνονται στην ταινία έτσι όπως η μικρή βαλκανική ιστορία γίνεται μεγάλη αναδεικνύοντας μια ολόκληρη εποχή-, κατορθώνει να μας τα δείξει όλα αυτά μετρημένα, χαμηλόφωνα και με ουσία, πατώντας πάνω στη σημειολογία της εφηβείας και του πρώτου έρωτα από την αντιδραστικότητα, την αβεβαιότητα και την αμηχανία, μέχρι το πείσμα την ορμή και την έξαψη, αλλά και την αίσθηση πως η κάθε απώλεια μπορεί να σταματήσει τον κόσμο για πάντα. Η κάμερα επιμένει στη λεπτομέρεια, αναδεικνύει τις φιγούρες των εφήβων, τον τρόπο που ντύνονται, συνομιλούν, κινούνται και σκέφτονται, τοποθετώντας τους γύρω απ’ το πρόσωπο και το σώμα της Άννας, την οποία διατηρεί ως κεντρικό σημείο αναφοράς και την οποία ακολουθεί από την αρχή μέχρι και την εξαιρετική τελευταία σκηνή που χρειάζεται ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού για να καταλάβει κανείς πόσο σοφά κινηματογραφικά αποδόθηκε, αυτό ακριβώς που συμβαίνει.
Η Άννα, όπως και κάθε έφηβος, αναζητά τη θέση της στον κόσμο των ενηλίκων, σαν ένα φόρεμα μέσα στο οποίο θα νοιώθει άνετα και θα της πηγαίνει, κι ελπίζει πως θα έχει το χρόνο να το βρει, η πραγματικότητα, όμως, από δύο μεριές, την σπρώχνει σε μια βίαιη ενηλικίωση, ωθώντας την προς την ομοιομορφία και τη συμμόρφωση εκεί δηλαδή ακριβώς που, παρά τα όνειρα και τα ροκ ακούσματα κι ελλείψει βαθύτερου ηρωισμού, φαίνεται έστω και προσωρινά- να έχει κάνει στάση η γενιά της. Στα πλαίσια αυτά της βαθύτερης προδοσίας του εαυτού και των δυνατοτήτων του, δεν είναι ίσως τόσο δύσκολο να προδώσει κανείς και τον άλλον…

Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας του Τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του 75ου Φεστιβάλ Καννών και το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας στο 39ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ιερουσαλήμ 2022.