(Κορσές)
της Marie Kreutzer
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_corsage.jpg

Παραμονές Χριστουγέννων του 1877 κι η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, ή Σίσυ όπως όλοι την αποκαλούν, γίνεται 40 χρονών. Φοβούμενη υποβιβασμό του δημόσιου ρόλου της απ’ το παλάτι λόγω ηλικίας αρχίζει δίαιτα κι άσκηση, μετράει συνεχώς τη μέση της και όλο και σφίγγει τον κορσέ της. Δείχνει έτσι λαμπερή στις δημόσιες εμφανίσεις της, με τα ίδια περίτεχνα χτενίσματα στα πάντα υπέροχα μαλλιά της. Όμως οι σχέσεις της με τον σύζυγό της, Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ δεν βελτιώνονται, οι αρμοδιότητες της στην ανατροφή των παιδιών τους μειώνονται κι άλλο και το ενδιαφέρον εκείνου κερδίζει στα κρυφά μια πολύ νεότερή της γυναίκα. Η Σίσυ ελπίζει πως θα ξεπεράσει τ’ αδιέξοδα με ταξίδια, άθληση κι άλλους ανθρώπους, όλα της τα εγχειρήματα, όμως, αποτυγχάνουν. Ο ψυχισμός της κάμπτεται, η θλίψη την κυριεύει κι αρχίζει να μαραίνεται. Μπροστά στο δίλημμα υπακοή ή πλήρης περιθωριοποίηση η Αυτοκράτειρα θα γίνει ακόμα πιο αποφασιστική. Αλλά αυτή τη φορά με εντελώς άλλο στόχο…
Τι είναι αυτό που μας περιορίζει; Και τι γίνεται όταν δεν βρίσκουμε μια θέση να μας αντιστοιχεί στη ζωή μας; Με μοντερνιστική ματιά που μπλέκει εικαστικά το παλιό με το σύγχρονο για να φανεί η διαχρονικότητα των θεμάτων, μ’ έντονο το στοιχείο της θεατρικότητας από τη σύνθεση των κάδρων μέχρι και τα σκηνικά, με εξαιρετική φωτογραφία, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, δύναμη στην αφήγηση κι έναν σπουδαίο-σπουδαίο ρόλο για την Βίκυ Κριπς (που ήδη κέρδισε μ’ αυτόν το βραβείο ερμηνείας του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες), ο Κορσές της Μαρί Κρόιτσερ, δεν είναι τελικά μια ταινία εποχής, αλλά μια ταινία για κάθε εποχή που δεν περιορίζει τον σχολιασμό της στα αναμενόμενα και στα επίδικα της δικής μας εποχής, αλλά δίνει τροφή για πολλά παραπάνω.
Η σκηνοθεσία, που αφήνει συχνά την αίσθηση πετυχημένης μεταφοράς εκμοντερνισμένου σαιξπηρικού έργου στην μεγάλη οθόνη, υπαινισσόμενη ομοιότητες με την ιστορία της πριγκίπισσας Νταϊάνα, επεμβαίνει μυθοπλαστικά στην πορεία της Σίσυ για ν’ αποτυπώσει οπτικά, λεκτικά και πολυεπίπεδα τις συνθήκες και τις συνέπειες του γυναικείου -και όχι μόνο- εγκλεισμού μέσα στις περιοριστικές απαιτήσεις μιας κοινωνίας. Η συγκεκριμένη μοιάζει σε πολλά και με τη σημερινή ως προς την τυραννία της ηλικίας και της εικόνας. Η αποδοχή ή μη απ’ το θεατή σεναριακών αλλαγών σε πραγματικά γεγονότα εξαρτάται πάντα απ’ τη δύναμη του δημιουργού να ανάγει την αλλοίωση σε συμβολισμό κι εδώ η Κρόιτσερ όχι μόνο τα καταφέρνει, αλλά κάνει ταυτόχρονα κι ένα σχόλιο μέσα στην ίδια την ταινία για το πώς ο φακός πάντα παίζει με την αλήθεια, ψευδόμενος, δείχνοντας την ασυμφωνία της πραγματικής διάθεσης της Σίσυ με τις κινηματογραφημένες, βουβές της εικόνες τις οποίες βάζει εμβόλιμες και σε αρκετά άλλα σημεία της ταινίας.
Η κάμερά της τοποθετείται με θαυμασμό και συμπόνοια απέναντι στην ηρωίδα της, αρνείται, όμως -κι αυτό είναι απ’ τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ταινίας- να της χαριστεί, παρουσιάζοντάς την μόνο ως θύμα, παρά αποτυπώνει και τη δική της συμβολή σ’ αυτή την μακρά αλυσίδα συμμόρφωσης με τα σκεπτικά κάθε συστήματος, όπου ο πιο δυνατός σφίγγει κατά βούληση τον κορσέ στον πιο αδύναμο – που δεν θεωρείται ότι έχει δικαίωμα στη φωνή ή στη ζωή του. Έτσι, στο μέτρο που το αγνοεί, η Σίσυ παραμένει προϊόν των συμβάσεων που θέλει ν’ απαρνηθεί και συνεχίζει να τις εξυπηρετεί, γι αυτό και δεν μπορεί να τις υπερβεί παρά μόνο να εγκαταλείψει. Ακόμα και το ενδιαφέρον της για τις γυναίκες στο άσυλο δεικνύει το φόβο της ότι παρόμοιες νευρώσεις κρύβει κι αυτή – μια και δεν είναι ακόμα η εποχή να σκεφτεί το δικαίωμα των γυναικών στην επιθυμία.
Το μεγάλο της άλμα -η πιο δυνατή σκηνή της ταινίας κι η μόνη που καταργεί εντελώς κάθε συναισθηματική απόσταση του θεατή- γίνεται έτσι μια πράξη που σημαίνει ελευθερία για τη Σίσυ, αλλά ανελευθερία για κάποιον άλλο. The show must go on είναι μ’ ένα τρόπο το επιμύθιο, και μπορεί το τραγούδι των Queen να μην ακούγεται στην ταινία, την πολύ καλή πρωτότυπη μουσική της Καμίλ, όμως, συμπληρώνουν στα κλεφτά και ένα-δύο εμβληματικά τραγούδια του 20ου αιώνα αφήνοντας τον θεατή ν’ αναρωτιέται πως άραγε να ακουγόταν στο κοινό του 1877, το As tears go by των Rolling Stones με άρπα; Όπως επίσης τι θα σκεφτόταν η Ρόμι Σνάιντερ βλέποντας αυτή την ταινία.