του Robert Guédiguian
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
lesneig1.jpg

(...)Το 2005, καθώς έγραφα ένα κείμενο που καλούσε τον κόσμο να ψηφίσει κατά του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, έκανα μια αναφορά στους φτωχούς ανθρώπους στο ποίημα του Victor Hugo για να δείξω γενικά μια εικόνα «της διαμόρφωσης της εργατικής τάξης». Αυτή ήταν η αφορμή για να ξαναδιαβάσω το ποίημα. Το τέλος του ποιήματος, το σημείο δηλαδή που ο φτωχός ψαράς αποφασίζει να υιοθετήσει τα παιδιά του πεθαμένου γείτονα και μετά ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του πήρε την πρωτοβουλία και είχε ήδη μαζέψει τα παιδιά στο σπίτι, σου σπαράζει την καρδιά. Τόση καλοσύνη, τόση μεγαλοψυχία είναι παραδειγματικές. Και ακόμα, υπάρχει αυτή η αμοιβαία κατανόηση, αυτή η τρυφερή χειρονομία ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, τον άνδρα και τη γυναίκα που είναι εξίσου γενναιόδωροι. Κατευθείαν σκέφτηκα ότι θα ήταν υπέροχο τέλος για ταινία. Έπρεπε μόνο να βρω ένα σύγχρονο μονοπάτι για να φτάσω στο τέλος.
(...) Για μένα, ένα από τα πιο σοβαρά θέματα στη σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν υπάρχει πια ταξική συνείδηση. Με την έννοια ότι δεν μπορείς πια καν να πεις «εργατική τάξη», γι’ αυτό μιλάω για «φτωχούς ανθρώπους». Αλλά, η πραγματική επίγνωση του να είναι κανείς «φτωχός άνθρωπος» δεν υπάρχει. Όπως είναι η κατάσταση, δεν υπάρχουν πια στην Γαλλία αυτές οι τεράστιες βιομηχανικές οντότητες όπου το ΄70 και το ΄80, τρεις χιλιάδες εργάτες θα έβγαιναν από το εργοστάσιο. Η ταξική συνείδηση εκείνον τον καιρό ήταν όχι μόνο πιθανή, αλλά και ευνόητη: την ενσάρκωναν οι χιλιάδες άνθρωποι με τις εργατικές φόρμες, αυτοί οι εργάτες «με τα μπλε κολάρα». Και, φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι ήταν μαζί , είχαν κοινά συμφέροντα, ακόμα και όταν είχαν διαφορετικές ταυτότητες. Δεν είναι δύο τύποι πληθυσμών: oι αυτόχθονες, εργαζόμενοι, που ανήκουν σε σωματεία και έχουν σπίτια από την μία, και από την άλλη οι άνεργοι μετανάστες, οι εγκληματίες από το κέντρο της πόλης ή τα φτωχά προάστια. Η πολιτική και το σινεμά μπορούν να ξεσκεπάσουν αυτή την διανοητική απάτη.
(...) Για τις νεότερες γενιές, σε ό,τι αφορά τους «νεόπτωχους», θέλαμε να μιλήσουμε για αυτούς που εντελώς χτυπημένοι από την φτώχεια είναι πιο επαναστατημένοι από τους κύριους χαρακτήρες που έχουν βρει μια εύθραυστη ισορροπία, μόνο και μόνο επειδή οι συνθήκες τους επέτρεψαν να το κάνουν, αποσυρόμενοι σε μια εσωτερική μοναχικότητα μέσα στην μικρότερη ομάδα που υπάρχει, την οικογένεια. O Christopher, από την μεριά του, ξεπερνάει το όριο, επειδή δεν έχει άλλη επιλογή, καθώς ανακαλύπτουμε ότι πλήρωσε το ενοίκιο του με τα χρήματα που έκλεψε και ότι η οικογένεια του είναι στην πραγματικότητα τα δύο αδέλφια που μεγαλώνει μόνος του.
lesneig2.jpg(...) [Η Marie-Claire και ο Michel] Τους χτυπάνε, με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου, αλλά και με την ηθική έννοια. Αυτό τους συμβαίνει σε μια στιγμή που δεν τους περνούσε από το μυαλό ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τους συμβεί. Δέχονται επίθεση από κάποιον δικό τους, και αυτό τους καταστρέφει πνευματικά, σε σχέση με αυτά για τα οποία αγωνίστηκαν σε όλη τους τη ζωή. Παρόλο που έχουν λίγα υλικά αγαθά, μπορούν, στο τέλος μια ζωής μόχθου, να νιώσουν ότι «τα κατάφεραν». Όλοι οι πολιτικοποιημένοι ειδικοί των σωματείων το έχουν προσέξει αυτό: υποβαλλόμαστε σε υποβάθμιση του κοινωνικού status. Είναι η πρώτη φορά, ιστορικά, που ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια γένια που δεν θα ζήσει τόσο καλά όσο οι γονείς της.
(...) Στη ζωή αγαπώ τα αμέτρητα τετριμμένα πράγματα που συμβαίνουν κάθε μέρα: o καφές, οι παραγγελίες, οι συζητήσεις… Στις ταινίες, είναι οι μικρές καθημερινές λεπτομέρειες που μπαίνουν στην αφήγηση και της δίνουν επίπεδα και βάθος. Πάντα έγραφα καθημερινές σκηνές, δεν τις βαριέμαι ποτέ. Τις γυρίζω, τις κόβω και τις μοντάρω με πολύ απλό τρόπο για να πω ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από αυτό που είναι, χωρίς καμιά ιδιαίτερη επιτήδευση: η ίδια η ζωή! Γεγονός που δεν με εμποδίζει από το να κάνω πλάκα με τον εαυτό μου κάπου κάπου, και να ανακαλύπτω ότι μπορώ να το παρακάνω και λιγάκι. Στην ταινία υπάρχουν πολλά παϊδάκια, σαρδέλες και λουκάνικα… «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» είναι σίγουρα η ταινία με τα περισσότερα μπάρμπεκιου σε όλη την ιστορία του σινεμά.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)



«Kαλοί που είν’ οι φτωχοί»
του Victor Hugo

“Η γειτόνισσά μας πέθανε εψές. Θα ’ταν σαν έλειπες.
Άφησε πίσω δυο μικρά, μωρά παιδιά, ευάλωτα. Γουίλιαμ και Μαντελίν.
Το ένα απλά τραυλίζει, το άλλο μόλις που βαδίζει.”
Ο άνδρας έδειχνε βαρύς και στη γωνιά διωγμένος
Το γούνινο μπερέ του, στη θάλασσα και τη βροχή λουσμένο,
Πιάνοντας το κεφάλι, μουρμούρισε δειλά – τι τέλος!
“Έχουμε πέντε παιδιά, μ’ αυτό επτά” είπε αυτός.
“Και ήδη με αναβροχιά θα κοιμηθούμε
Χωρίς τροφή πολλές φορές το δίχως άλλο. Και το λοιπόν;
Δε φταίω εγώ. Μπορούνε και ατυχίες να συμβούνε.
Θα ’ταν επιθυμία του καλού Θεού. Τι να πω.
(…)
Σύρε και φέρ’ τα, γυναίκα. Θα φοβηθούν πολύ
αν με νεκρούς ξυπνήσουν μόνο.
Ήταν η μάνα τους που χτύπησε την πόρτα ,
Πρέπει να έρθουνε κοντά μας τα μικρά.
Αδέρφια θα γενούν για τα παιδιά μας,
Και στην αγκάλη μου θα μένουν στα ζεστά.
Μόλις στο σπίτι μας τους ξένους τούτους δει,
Ο Θεός θα δώσει άλλη τόση πια τροφή.
Θα κοπιάσω. Κρασί άλλο δε θα πιω-
Σύρε και φέρ’ τα. Γιατί διστάζεις, αγαπημένη;
Έτσι καμώνεσαι να προχωράς εσύ;
Κι εκείνη έκανε στην άκρη για να πει “Ήρθαν οι ξένοι!”

Η ταινία του Robert Guédiguian, Les neiges du Kilimandjaro/ Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο είναι εμπνευσμένη από το ποίημα του Βίκτωρ Ουγκώ, "Καλοί που είν’οι φτωχοί" (Les Pauvres Gens)  (Απόδοση: Ντέση Βερβενιώτου)