του Krzysztof Kieślowski
του Θόδωρου Σούμα
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_dekalog.jpg

Φιλοσοφική και ηθική σκέψη στα φιλμ του Κισλόφσκι 

Στο έργο του Kισλόφσκι σημαίνοντα ρόλο παίζει ο στοχασμός περί ηθικής, η χριστιανική σκέψη, ο βαθύς προβληματισμός γύρω από τη χριστιανική διδασκαλία και τις βιβλικές ηθικές επιταγές. O Δεκάλογος (1988), οι δέκα τόσο πρωτότυπες τηλεταινίες του αποτελούν πραγματείες περί ηθικής, που θέτουν έμμεσα το ζήτημα τού τι πρέπει να μην κάνουμε, της σχέσης του ηθικού νόμου και της κοινωνικής-ηθικής εντολής με την ελεύθερη δραστηριότητα του ανθρώπου, την αντιμετώπιση του έρωτα και των ηθικών-υπαρξιακών διλημμάτων που θέτει ενίοτε , ζητήματα συνοδευόμενα από ερωτήματα, αμφιβολίες, σκέψη και εντρύφηση στην ουσία των ηθικών προβλημάτων. Το νοηματικό διάγραμμα του Δεκάλογου αναφέρεται πρωτογενώς στο σχήμα νόμος-παράβαση-συνέπεια: ο σκηνοθέτης διερευνά τη διαλεκτική του (κοινωνικού ή θρησκευτικού) ηθικού νόμου και της ελεύθερης βούλησης ή συνείδησης του ατόμου.
Οι τηλεταινίες του Δεκάλογου εκλαμβάνουν τις Δέκα Εντολές ως πρόσχημα για να αναπτύξουν ορισμένες σκέψεις: για την ηθική ως βίωμα και εφαρμογή, τις επιλογές του ανθρώπου στον τομέα της έμπρακτης, καθημερινής ηθικής, της συνειδητής (ή ασυνειδητοποίητης) πράξης, του έρωτα και των συνεπειών του, για τη θέληση του ατόμου να κατανοήσει τον κόσμο και την αδυναμία του να συλλάβει ολοκληρωτικά το πραγματικό και το ανεξήγητο.
O Kισλόφσκι του μνημειώδους Δεκάλογου είναι ένας σύγχρονος, σπάνιος και διεισδυτικός ερευνητής, που διερευνά όλες τις πτυχές των σημερινών ηθικών προβλημάτων χωρίς ταμπού, με έντονη την τάση για υπερβάσεις. Θέτει πάρα πολλά ερωτήματα και συχνά αφήνει τις απαντήσεις μετέωρες κι ανοιχτές, χωρίς υπογραμμίσεις και εύκολα συμπεράσματα. O Δεκάλογος του μετατρέπεται σε πανόραμα των ηθικών προβλημάτων και διλημμάτων της μοντέρνας κοινωνίας.
Στη Μικρή ερωτική ιστορία, (που έχει προκύψει από την επανεπεξεργασία της έκτης τηλεταινίας της εμπνευσμένης τηλεοπτικής σειράς Δεκάλογος) ο Κισλόφσκι περιγράφει τον ασύμμετρο έρωτα ενός άπειρου νεαρού για μια έμπειρη ερωτικά και μεγαλύτερή του γυναίκα, που οδηγείται στην ηδονοβλεψία και σε ακραίες κι οδυνηρές καταστάσεις. Η ηδονοβλεψία του νέου τον βασανίζει γιατί τον οδηγεί σε μεγαλύτερη απόσταση από τη γυναίκα που παρατηρεί και αγαπάει. O νεαρός που παραμονεύει την απέναντι γυναίκα με το κυάλι, είναι  μοναχικός και συναισθηματικός. H γυναίκα είναι ώριμη και κυνική, χωρίς ενδοιασμούς, πιστεύει περισσότερο στην ηδονή του σεξ παρά στο συναίσθημα και την αγάπη. Είναι κι αυτή παγιδευμένη στη γεμάτη θλίψη μοναξιά της, που αγωνίζεται να γεμίσει καλώντας τις νύχτες στο σπίτι της τους ευκαιριακούς επιβήτορές της. Εκ των πραγμάτων εγκαθίσταται, μεταξύ του νεαρού και της γυναίκας, όχι μόνο η φυσική απόσταση και η διαφορά εμπειριών, αλλά και ένα χάσμα ψυχικό και ηθικό.
Mετά την απόπειρα αυτοκτονίας του νέου, λόγω απογοήτευσης και απομυθοποίησης του έρωτα, στις οποίες τον οδηγεί έντεχνα και υπολογισμένα η αισθησιακή κοπέλα, η κατάσταση αντιστρέφεται λόγω της συνειδητοποίησης της γυναίκας. Η λάγνα γυναίκα μπαίνει στη θέση του αθώου νεαρού, κοιτάζοντας με τη σειρά της από το κυάλι του δωματίου του και αντικρίζοντας το θλιβερό ανθρώπινο τοπίο που έβλεπε ο άπραγος «ηδονοβλεψίας», παρακολουθώντας από μακριά, ερωτευμένος, τη ζωή της. Kαι οι δύο αρχίζουν να ψάχνουν για μια νέα εκδοχή, μια διαφορετική διέξοδο, όπου παίζουν ένα νέο ρόλο η κατανόηση και το έμπρακτο συναίσθημα.
Ποια άλλη θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για τον Kισλόφσκι της Tριλογίας των χρωμάτων, εκτός από την αγάπη, τη συμπόνια και το βαθύτερο πλησίασμα των ανθρώπων; O Kισλόφσκι μας οδηγεί από τη λαγνεία, το χλευασμό, την ταπείνωση και τον ισοπεδωτικό υλισμό χωρίς συναισθήματα, στην ανθρώπινη επικοινωνία και συμπάθεια, πορεία ανάλογη της Kόκκινης ταινίας του. H ηρωίδα, μέσα από μια επίπονη διαδρομή, ανακαλύπτει την αξία της προσφερόμενης αγάπης, όπως η ηρωίδα  της Mπλε ταινίας.
Η  ένατη  τηλεταινία του  Δεκάλογου,  έχει  ορισμένα  κοινά  θεματικά  μοτίβα με τη Λευκή ταινία και τη Μικρή ερωτική ιστορία: ο άντρας, πρώην γυναικοκατακτητής, πάσχει από ανικανότητα, όπως ο ήρωας της Λευκής ταινίας και, υπό μία έννοια, ο ανέραστος έφηβος ηδονοβλεψίας της Μικρής ερωτικής ιστορίας. Η γυναίκα, όπως στη Μικρή ερωτική ιστορία, είναι πολυγαμική κι αισθησιακή. Το αρσενικό παγιδεύεται στα αδιέξοδα των διαστροφών του, μη μπορώντας να ανταπεξέλθει έναντι της ερωτικής, ζωικής, άμεσης δύναμης της γυναίκας. Στο τέλος, επιδιώκουν -γι’άλλη μια φορά- τη συνάντηση και την επικοινωνία…               
Στον Δεκάλογο 2, η Ντορότα, παντρεμένη με τον βαριά άρρωστο αγαπημένο της σύζυγο, είναι έγκυος από τον εραστή της, που τον αγαπά επίσης. Θα αποφασίσει να κρατήσει το παιδί μόνο εάν πειστεί ότι ο άντρας της θα πεθάνει. Ο γερο-γιατρός που τον κουράρει, ο οποίος έχει χάσει στο παρελθόν άδικα το παιδί του στον πόλεμο, θα ψευδορκίσει βεβαιώνοντάς την πως ο άντρας της πεθαίνει, αν και η κατάστασή του βελτιώνεται, για να την κάνει να κρατήσει το μωρό. Κανένας, μας λέει αυτή η παραβολή του Κισλόφσκι, δεν έχει το δικαίωμα να αποφασίζει υπέρ της ζωής ή υπέρ του θανάτου ενός ανθρώπου, γιατί -σε τελευταία ανάλυση- κάθε επιλογή υπέρ της διατήρησης της ζωής είναι θετική και ευπρόσδεκτη. Έστω παραβιάζοντας δύο εντολές, «ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» και «ου μοιχεύσεις», οι ήρωες της ταινίας, η γυναίκα και ο γιατρός, κάνουν επιλέγουν υπέρ της ζωής και του έρωτα, αφήνοντας να ανθίσει, να γεννηθεί ο καρπός του (έστω παράνομου) έρωτα…
Στον Δεκάλογο 3, την παραμονή των Χριστουγέννων, η Εύα προσπαθεί να κρατήσει τον πρώην εραστή της έξω από το σπίτι του, μαζί της, λέγοντάς του διάφορα ψέματα. Οι δυο ήρωες δεν σεβάστηκαν την ιερότητα της ημέρας του Κυρίου, ή μήπως, όμως, στην πραγματικότητα θέλησαν να μείνουν πιστοί στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης και της ευσπλαχνίας; Έτσι, στην πορεία, διαμορφώνεται μια χαμηλότονη αλλά κατά βάθος σπαρακτική ταινία, που αφηγείται με πολλή ευαισθησία μια απελπισμένη, αδιεξοδική και συγκινητική ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δυο αδελφές μα αποχωρισμένες ψυχές.  
Στον Δεκάλογο 4 ο Κισλόφσκι περιγράφει την απελευθέρωση των απωθημένων επιθυμιών ανάμεσα σε μια κοπέλα και τον πατέρα της, όταν δημιουργείται η αμφιβολία -λόγω ενός παλαιού, κλειστού γράμματος της μητέρας- για το εάν είναι πραγματικά κόρη του. Οι υποψίες και οι υποθέσεις γεννιούνται όταν η κόρη προσποιείται ότι διάβασε στο γράμμα της μητέρας πως δεν είναι αυτός ο πατέρας της, μολονότι δεν το έχει στ’αλήθεια ανοίξει… Ο Κισλόφσκι παίζει με το οιδιπόδειο, με τα απωθημένα και τις ενοχές των προσώπων του, με το διφορούμενο και το μυστήριο. Παρόλο που η «κόρη» φλερτάρει τον πατέρα, καλυμμένη πίσω από το σκοτάδι του άγνωστου, τελικά κι οι δυο αποφασίζουν να κάψουν το γράμμα και να διατηρήσουν τη γονική σχέση τους έτσι όπως έχει, τηρώντας την εντολή «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», και δίνοντας προτεραιότητα στα αγνά συναισθήματά τους και όχι στον πόθο. Η ηθική της εντολής παραμένει λειτουργική, παρ’όλες τις αντξοότητες της ζωής…
Στην τηλεταινία Δεκάλογος 7, ο Κισλόφσκι αφηγείται τη σύγχυση των ρόλων της Εύας, μιας πενηντάρας αυταρχικής μητέρας, και της Μάικας, της νεαρής κόρης της, έναντι της κόρης της δεύτερης: επειδή η Μάικα έμεινε έγκυος πολύ μικρή, το γεγονός κρύφτηκε από το κοινωνικό τους περιβάλλον και η γιαγιά άρχισε να παριστάνει τη μητέρα του μικρού παιδιού. Τα αδιέξοδα συσσωρεύονται απ’ αυτή τη σκόπιμη επικάλυψη ρόλων που έχει επιβάλλει η γιαγιά, μέχρι τη στιγμή της -αποτυχημένης- εξέγερσης της Μάικα. Ο σκηνοθέτης επεξεργάζεται το θέμα του γονικού ρόλου και της σχέσης του γονέα με το παιδί του, μέσα στο πλαίσιο της υπαρξιακής αγωνίας, απόγνωσης και σύγχυσης των ανθρώπων της σύγχρονης κοινωνίας.