(Η Αλίκη στις πόλεις)
του Wim Wenders
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_alice-in-den-stadten.jpg

«Οι φωτογραφίες ποτέ δεν δείχνουν αυτό που βλέπεις στην πραγματικότητα», ισχυρίζεται ο Φίλιπ Βίντερ, ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών αυτής της ταινίας. Όταν ένας άνδρας δέχεται να συνοδεύσει ένα εννιάχρονο κοριτσάκι για να περάσει από την Αμερική στην Ευρώπη, με τελικό προορισμό το Άμστερνταμ, λογικά πρέπει να έχει αποδεχτεί τον ρόλο όχι απλώς του συνοδού ενός παιδιού, αλλά και του προστάτη-κηδεμόνα του. Ή και του πατέρα του ακόμη. Είναι όμως δύσκολο να περιγραφεί με ακρίβεια η ιδιαιτερότητα του δεσμού μεταξύ Φίλιπ (ο ενήλικας άνδρας) και Άλις (το εννιάχρονο κοριτσάκι). Τίνος τη ματιά, άρα, θα διαλέξει η κινηματογραφική αφήγηση να προβάλει, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αλήθεια της σχέσης του διδύμου; Το βλέμμα του ενήλικα άνδρα/φωτογράφου ή το βλέμμα του παιδιού;
Τούτη η κοινή οδοιπορία, με κάθε είδους μεταφορικό μέσο, σε αναζήτηση ενός σπιτιού, χαμένου στην αχανή γερμανική επικράτεια, ενός σπιτιού που αποτελεί έναν περίεργο συνδυασμό οφθαλμαπάτης, αντικατοπτρισμού, παιδικής ανάμνησης σχετικά με μια σχεδόν παραμυθένια γιαγιά αγνώστων λοιπών στοιχείων, είναι μια περιήγηση/περιπλάνηση σε ένα αχανές και «αχαρτογράφητο» αστικό τοπίο, με μοναδικό οδηγό ή μίτο εξόδου από τον λαβύρινθο, μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για σπίτι χαμένο στην ομίχλη της παιδικής φαντασίας και μνήμης, και στα σύννεφα της καρβουνόσκονης της κοιλάδας του Ρουρ. Κάτι σαν φάτα μοργκάνα ενός αστικού ου-τόπου. Ή κάτι σαν δυσεπίλυτο αίνιγμα (ναι μεν βρέθηκε η ζητούμενη κατοικία, η γιαγιά όμως έχει γίνει καπνός), ένα σταυρόλεξο για γερούς λύτες, μια δουλειά που ταιριάζει σε λαγωνικά της αστυνομίας ώστε να τη φέρουν σε πέρας. Το αρχικό ερώτημα θα μπορούσε να απαντηθεί με μια λέξη: «εναλλάξ». Μια το κυρίαρχο βλέμμα ανήκει στον άνδρα και μια στο παιδί. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, το βλέμμα ανήκει και στους δύο συγχρόνως, το ένα είναι ξαπατικωτούρα του άλλου, με αρκετές δόσεις κατεργαριάς και εξαπάτησης εκατέρωθεν. Κατά τη γνώμη μου, μια από τις σημαντικότερες αρετές αυτής της εμβληματικής ταινίας αποτελεί τούτη ακριβώς η εναλλαγή, όπως και η ταύτιση/σύμπνοια, που κάποιες φορές μας θυμίζουν παιχνίδι συνωμοσίας. Πρόκειται για μια ακριβείας και μακράς διαρκείας παρτίδα πινγκ πονγκ, αντιδράσεων, σκέψεων, παρατηρήσεων, σχολιασμών, συναισθημάτων και εκρήξεων. Εκρήξεις απογοήτευσης-θυμού-πείσματος-γκρίνιας, λόγω εξαναγκασμού ή λόγω πλήξης, όπως και εκρήξεις επιδοκιμασίας- χαράς- συνενοχής-πονηράδας… Ιδού πώς ακριβώς, μέσω παρόμοιων ανταποκρίσεων συγκροτείται και παγιώνεται μια από τις πλέον όμορφες κινηματογραφικές φιλίες. Ποιος συνοδός, ποιο ασυνόδευτο παιδί, ποιος κηδεμόνας, ποια πατρική φιγούρα και πράσινα άλογα. Όλα τούτα τινάζονται στον αέρα. Εδώ έχουμε ένα ταξίδι με προορισμό όχι κάποια χώρα θαυμάτων αλλά, αντιθέτως, έναν ρεαλιστικό κόσμο κατάργησης όλων των θαυμάτων, άρσης των ψευδαισθήσεων, γνωριμίας με τις πλέον σκληρές όψεις της ζωής, όπως και αποκάλυψης μικρών, τυχαίων, στιγμιοτύπων αγαλλίασης, που προξενούν οι ευαίσθητες και τρυφερές ανταλλαγές μεταξύ συντρόφων σε μια περιπέτεια, προετοιμάζοντας το έδαφος για τα δύο επόμενα φιλμ μύησης και περιπλάνησης του Βέντερς, το «Λάθος κίνηση», 1975, και το «Στο πέρασμα του χρόνου», 1976. Πατώντας στο ανοίκειο φτάνουμε το οικείο, και τανάπαλιν, αλλά πάντοτε μέσα από ένα παιχνίδι με ίσους όρους μεταξύ ισάξιων παικτών. Ο Φίλιπ λοιπόν συχνά συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται μες στο κεφάλι της Αλίκης, και η Αλίκη φιλτράρει τα πράγματα σαν να είναι το μάτι του Φίλιπ.
«Η Αλίκη στις πόλεις», 1974, μια κορυφαία στιγμή στο ασπρόμαυρο κινηματογραφικό σύμπαν του Wim Wenders, σε εκείνη την κατηγορία που ο ίδιος ονόμαζε «ασπρόμαυρες ταινίες προσωπικής θεματολογίας».
Τη βρίσκεις πολύ εύκολα σε διάφορες πλατφόρμες του διαδικτύου.

(Πρώτη δημοσίευση: ανάρτηση στο facebook)