του Christian Petzoldt
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_undine.jpg

Γνώρισα έναν άντρα, τον έλεγαν Χανς κι ήταν αλλιώτικος από όλους τους άλλους. Γνώρισα ακόμη έναν κι εκείνος ήταν αλλιώτικος από όλους τους άλλους. Ύστερα έναν που ήταν τελείως αλλιώτικος από όλους τους άλλους και λέγονταν Χανς, τον αγάπησα. Τον συναντούσα στο ξέφωτο και πηγαίναμε μακριά, χωρίς σκοπό, στην πεδιάδα του Δούναβη...Τον αγαπούσα. Στεκόμασταν σ' έναν σιδηροδρομικό σταθμό, στον βορρά, και το τρένο έφευγε πριν τα μεσάνυχτα. Δεν έγνεψα, έκανα με το χέρι ένα σημάδι για τέλος. Για το τέλος που δεν βρίσκει κανένα τέλος. Που δεν τελειώνει ποτέ.
(“Η Undine φεύγει”, από τη συλλογή διηγημάτων “Το τριακοστό έτος” της Ingeborg Bachmann)

Ένας νέος έρωτας
Αν μ' αφήσεις θα πρέπει να σε σκοτώσω”, δηλώνει κατηγορηματικά η Undine(Paula Beer) στην εισαγωγική σκηνή της ομώνυμης ταινίας, που ξεκινάει με έναν χωρισμό, στο υπαίθριο καφέ ενός μουσείου, αλλά και με ένα υπέροχο κοντινό πλάνο στο γεμάτο θυμό και απόγνωση πρόσωπό της. Σύντομα η προδομένη γυναίκα  θα πρέπει να αφήσει τον αμήχανο ή απλά αδιάφορο εραστή της για να επιστρέψει στον εργασιακό της χώρο, στο Μουσείο της πόλης του Βερολίνου, όπου εργάζεται ως ξεναγός. Μια διαρκής αίσθηση ανησυχίας τη συνοδεύει μετά την αναγκαστική της αποχώρηση. Λίγο αργότερα ωστόσο μια απρόσμενη στροφή της τύχης θα την ρίξει στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα, του Christoph (Franz Rogowski), ενός επαγγελματία δύτη. Θα είναι ένας έρωτας με την πρώτη ματιά. Η σκηνή που τους βρίσκει στο πάτωμα να πλέουν σε πελάγη ευτυχίας, λουσμένοι από τα νερά ενός κομματιασμένου ενυδρείου, μπορεί να έχει μια kitsch απόχρωση, είναι όμως απρόβλεπτα κωμική, σχεδόν σουρεαλιστική. Και επισφραγίζει με τον πιο παράδοξο τρόπο τη σχέση δυο ανθρώπων που τους συνδέει με άκρως ρεαλιστικό τρόπο το νερό. Ο έρωτάς τους ίσως μπορέσει να σπάσει την κατάρα με την οποία είναι δεμένη η Undine, ένα πλάσμα με διπλή ταυτότητα, ανθρώπινη αλλά και μυθική.  

O μύθος της Undine
Εμπνευσμένος από τις διαφορετικές εκδοχές του μύθου της Undine -της νεράιδας που παντρεύεται έναν ιππότη προκειμένου να παραμείνει για πάντα στη γη, αρκεί ο αγαπημένος της να της μείνει πιστός -, όπως αυτός παραδίδεται στη γερμανική ρομαντική λογοτεχνία (Fouque, Lortzing), αλλά έχοντας κατά νου και τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της πόλης του Βερολίνου, ο Petzoldt στήνει με το δικό του νηφάλιο και συνδηλωτικό τρόπο μια ιστορία αγάπης που διαπνέεται -για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του- από το στοιχείο του φανταστικού. Η δική του ανάγνωση φαίνεται ωστόσο να πλησιάζει περισσότερο αυτή της αυστριακής ποιήτριας Ingeborg Bachmann, μια πιο φεμινιστική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η ηρωίδα της μυθολογικής παράδοσης αγωνίζεται να αποποιηθεί την προδιαγεγραμμένη της μοίρα.

Ο μύθος μιας πόλης
Δοσμένη από την οπτική της Undine-με εξαίρεση το τελευταίο μέρος- η ταινία μεταφέρει την ηρωίδα στο σύγχρονο Βερολίνο, όπου τη συναντάμε ως ιστορικό σε μουσείο να ξεναγεί τους επισκέπτες στη δαιδαλώδη αστική ανάπτυξη και μετεξέλιξη της γερμανικής πρωτεύουσας. Πρόκειται για ρητορεύσεις που επανέρχονται στο σώμα της ταινίας, καταλαμβάνουν ένα εκτενές τμήμα της και εκφωνούνται με σοβαρότητα αλλά και με μια αίσθηση ευφυίας και χάρης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτή η δεξιότητα της Undine την καθιστά αντικείμενο ερωτικού πόθου από τον εραστή της. Μέσα από τις διαλέξεις αυτές τονίζονται οι διαρκείς μεταλλάξεις μιας πόλης που τείνει να σβήνει διαρκώς την ιστορία της στο όνομα μιας ψευδο-εξέλιξης που την αφήνει εντέλει βίαια ακρωτηριασμένη. Το λεηλατημένο παρελθόν συνιστά εξάλλουν σταθερό σημείο αναφοράς στην ταινία, απηχώντας και την ίδια την προσωπική ιστορία της ηρωίδας.

Ο κόσμος του βυθού
Παράλληλα γίνεται σταδιακά αισθητή και η δεύτερη υπόσταση της ηρωίδας. Το υπερφυσικό παρεισφρέει διακριτικά στην αφήγηση, άλλοτε σαν ψίθυρος κι άλλοτε σαν μυστική αύρα, μέχρι την καθοριστική στιγμή της κοινής κατάδυσης, οπότε ο μύθος κάνει την εμφάνισή του χωρίς να προδίδεται. Ο βυθός της λίμνης λειτουργεί εξάλλου ως δεύτερη σημαντική τοπογραφία στην ταινία : σκοτεινό βασίλειο των δύο εραστών(ενός δύτη και μιας γοργόνας), τοπίο μαγικό, όπου μπορούν να συμβούν τα θαύματα, αλλά και τόπος ενός θαμμένου βιομηχανικού παρελθόντος, όπως ακριβώς κάποιες από τις μακέτες στο μουσείο της πόλης του Βερολίνου.

Undine και Christoph
Στο επίκεντρο ωστόσο της ταινίας δε βρίσκεται η πόλη αλλά η σχέση της αναγεννημένης Undine με τον Christoph. Ένα γοητευτικό ρομάντζο που αποπνέει ανάλαφρη φυσικότητα και διαποτίζεται από την καθαρότητα και το φως των ιμπρεσιονιστών. Μια υποψία μελαγχολίας αιωρείται εντούτοις, που ενισχύεται κι από το επαναλαμβανόμενο piano Adagio του Bach. Όταν το παρελθόν κάνει ξαφνικά την εμφάνισή του, η δυσπιστία του άντρα θα επαναφέρει σε εφαρμογή τον απωθημένο μύθο. Και η Undine θα κληθεί να πληρώσει το τίμημα. Η αναχώρησή της αφήνει πίσω της την ανάμνηση μιας μεγάλης αγάπης που θα παραμείνει ζωντανή.

Η μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα
Με την Undine, “μεταλλαγμένο” ρομαντικό μελόδραμα που κινείται στο χώρο του φανταστικού, ο Christian Petzoldt μας παραδίδει ένα σύγχρονο παραμύθι με πολλές συνδηλώσεις, την πιο απλή αλλά και πιο κρυπτογραφική του ταινία. Κι ενώ φαίνεται να απομακρύνεται από τη θεματική των τελευταίων του ταινιών, στην πραγματικότητα παραμένει  πιστός σε δύο από τις κινηματογραφικές του σταθερές : τη διπλή ταυτότητα και τον διάλογο παρελθόντος-παρόντος. Έχοντας στη διάθεσή του δύο ηθοποιούς (τους πρωταγωνιστές του Transit) που ενσαρκώνουν τέλεια το αέρινο (Beer) και το γήινο (Rogowski) διοχετεύει τη δυναμική τους αυτή τη φορά σε μια άχρονη ιστορία  βλεμμάτων, που υφαίνει αξεδιάλυτα τον μύθο με την πραγματικότητα, την απώλεια με την επαναδημιουργία. Χαρίζοντας μας με την τελευταία σκηνή μία από τις πιο γενναιόδωρες στιγμές της φιλμογραφίας του.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]