(Ραντεβού στο Belle Epoque)
του Nicolas Bedos
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_la-belle-epoque.jpg

[Η ιδέα για την ταινία] Ήταν μια εικόνα που είχα στο μυαλό μου, ή μάλλον μια κατάσταση που βρήκα ταυτόχρονα αξιολύπητη και κωμική: φαντάστηκα έναν άνδρα, όχι στην πρώτη του νιότη, να τσακώνεται με τη σύζυγό του στο σπίτι τους. Εκείνη τον κατηγορεί για έλλειψη κοινωνικότητας, ανικανότητα να συμβαδίσει με την εποχή του, την τεχνολογία, τον Μακρόν, τα παιδιά τους κ.ο.κ. Ο άνδρας βγαίνει από την κουζίνα, διασχίζει τον διάδρομο και μπαίνει σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου όλα -από τη διακόσμηση μέχρι τους δίσκους και τις βιντ εοκασέτες- τον πηγαίνουν πίσω στη δεκαετία του ‘70. Είναι σαν μια προστατευτική φούσκα που έχει φτιάξει για τον εαυτό του, εκεί μπορεί να υποχωρήσει στο παρελθόν. Αυτή ήταν η εικόνα: ένας άνδρας που ζορίζεται στο παρόν και βρίσκει καταφύγιο σε μια περίοδο, οι κωδικοί της οποίας νιώθει ότι τον καθησυχάζουν και τον προστατεύουν. Αυτός ο άνδρας έχει στοιχεία από διάφορους ανθρώπους γύρω μου, όπως και από τον πατέρα μου, αλλά και εμένα τον ίδιο.Ήθελα να κινηματογραφήσω τον ίλιγγο που ορισμένες φορές νιώθω γύρω μου, αυτήν την ψυχολογική ήττα και το αντίδοτό της, ταυτόχρονα γελοίο αλλά και συγκινητικό.

(...)  Οι ιστορίες που αφηγούμαι είναι εντελώς φανταστικές. Στο παρελθόν, δανειζόμουν αρκετά στοιχεία από την ζωή μου στο βαθμό που δημιουργήθηκε μία σύγχυση, η οποία κάπως με κούρασε. Παρόλο που η ταινία, λοιπόν, είναι έργο μυθοπλασίας, χρειάζεται να έχω αρκετή οικειότητα για τους χαρακτήρες, την προσωπικότητά τους, τα συναισθήματά τους, όλα. Κι αυτό για ένα πολύ απλό λόγο: αυτό προσδίδει ένα άλλο βάθος και ουσία στα δύο χρόνια δουλειάς που παίρνει μια ταινία.

[Η ιδανική ισορροπία ανάμεσα σε μυθοπλασία και πραγματικότητα]   Αν μια σκηνή δεν αγγίζει κάτι που με επηρεάζει προσωπικά, τείνω να απομακρύνομαι από αυτήν. Αν απλώς αναπαράγει ένα πραγματικό συμβάν, ούτε αυτό μου λέει κάτι. Απλώς από τότε που ήμουν πολύ μικρός, είχα έναν παθολογικό φόβο μήπως τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις μου αρχίζουν να ξεθωριάζουν. Ψάχνω -μάταια- μέσα από τη μυθοπλασία να βρω τρόπους να ανακτήσω την ένταση μιας ανάμνησης ή ακόμη και κόλπα που θα μας επιτρέψουν να συμφιλιώσουμε όλα τα θραύσματα των εμπειριών μας.

[Η νοσταλγία] Η σταδιακή εμφάνιση του πολιτικού μανιχαϊσμού, η ανεξέλεγκτη τεχνολογική πρόοδος, ο κατακερματισμός της προσοχής μας και άρα η έλλειψη μιας συλλογικά μοιρασμένης πολιτιστικής εμπειρίας: αυτοί και άλλοι παράγοντες έχουν συμβάλει στην εμφάνιση αντανακλαστικών, αν όχι αντιδραστικών, τότε σίγουρα νοσταλγικών. Όλα αυτά για τα οποία γκρινιάζει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, τα έχω πει εγώ ο ίδιος ή τα έχω ακούσει από τους γύρω μου. Η ταινία, βέβαια, δεν επικροτεί την άποψη ότι όλα παλιά ήταν ιδανικά - το αντίθετο. Δεν μπορώ, όμως, να μην επισημάνω αυτήν την αγωνία. Υπάρχει, επίσης, ένας κάποιος ναρκισσισμός στην απόρριψη του παρόντος εκ μέρους του Βικτόρ: αναπολεί την εποχή που ήταν νέος, όταν ερωτεύτηκε, όταν έμαθε να περνάει καλά - όταν, με λίγα λόγια, έβρισκε τον εαυτό του πιο ελκυστικό.  

[Ο Ντανιέλ Οτέγ] Χρειαζόμουν έναν ηθοποιό με τον οποίο οι θεατές θα ταυτίζονταν εύκολα κι από την αρχή. Και το σενάριο ταλαντεύεται συχνά ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, μερικές φορές μες στην ίδια σκηνή. Σπανίως ηθοποιοί μπορούν να ανταποκριθούν σε μια τέτοια πρόκληση. Ήξερα, όμως, ότι ο Ντάνιελ θα τα κατάφερνε. Έχει, εξάλλου, κάτι το διαχρονικό στην εμφάνισή του, κάτι που σήμαινε ότι δεν θα φαινόταν γελοίος με τα ρούχα της δεκαετίας του ‘70 ή όταν ερωτεύεται τη νεαρή κοπέλα. Και ο Ντάνιελ αγάπησε πολύ τον ρόλο, κάθε μια ατάκα σήμαινε πολλά γι’ αυτόν. Μοιραστήκαμε μερικές πολύ δυνατές στιγμές, και γέλιου και δακρύων.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)