(Mεκτούβ, Αγάπη μου)
του Abdellatif Kechiche
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_mektoub-my-love-canto-uno.jpg

Ο Amin, ένας επίδοξος σεναριογράφος που ζει στο Παρίσι, επιστρέφει σπίτι για το καλοκαίρι, σ’ ένα ψαροχώρι στη νότια Γαλλία. Είναι η εποχή που επανασυνδέεται με την οικογένειά του και τους παιδικούς του φίλους. Μαζί με τον ξάδερφό του Tony και την καλύτερή του φίλη την Ophélie, περνά το χρόνο του ανάμεσα στο τυνησιακό εστιατόριο που έχουν οι γονείς του, τα τοπικά μπαρ και τις παραλίες που συχνάζουν τα κορίτσια. Μαγεμένος από τις γυναίκες που τον περιβάλλουν, ο Amin κοιτάζει αυτές τις καλοκαιρινές σειρήνες με δέος, ενώ ο ξάδερφος εντρυφεί του στις σαρκικές απολαύσεις.
Οπλισμένος με την κινηματογραφική του κάμερα και οδηγημένος από το εκτυφλωτικό καλοκαιρινό φως της μεσογειακής ακτής, ο Amin βυθίζεται σε μια φιλοσοφική του αναζήτηση, ενώ παράλληλα συλλέγει έμπνευση για τα σενάρια του. Όμως όταν πρόκειται για τον έρωτα, μόνο το πεπρωμένο, μόνο το mektoub μπορεί να αποφασίσει.
Αυτό το έπος της ενηλικίωσης που διαδραματίζεται το 1994 είναι γεμάτο από μια νοσταλγική ματιά στη ζωή της νεότητας.

Το σημειώμα του σκηνοθέτη

    Όταν, το 2010, διάβασα το “La Blessure, la vraie”, ενθουσιάστηκα. Πρόκειται για μια ιστορία για το ξεκίνημα της ζωής, με έναν καθαρά μυθιστορηματικό βασικό χαρακτήρα-με την πιο παραδοσιακή έννοια του όρου. Ένας ρομαντικός νεαρός άνδρας που γράφει ποιήματα αναζητά τον εαυτό του. Θα μπορούσε να γίνει μυθιστοριογράφος ή και σκηνοθέτης. Μας φέρνει στο μυαλό χαρακτήρες του Σταντάλ, του Μπαλζάκ ή του Φλομπέρ… Στο κλασικό γαλλικό μυθιστόρημα ο ήρωας συχνά είναι ένα αγόρι που έρχεται από την επαρχία, εγκαθίσταται στο Παρίσι και ασχολείται με την τυπογραφία, τις εκδόσεις, τον κόσμο της λογοτεχνίας.
    Κάτι ακόμα που με άγγιξε στο μυθιστόρημα του Μπεγκοντό είναι η ατμόσφαιρα καλοκαιριού και διακοπών, ο δισταγμός απέναντι στις επιθυμίες και τα συναισθήματα. Ι χαρακτήρας, που στην ταινία μου μετονομάσαμε σε Αμίν, είναι ο Φρανσουά. Το μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα στο βόρειο τμήμα της Γαλλίας, ενώ εμείς το μεταφέραμε στον Νότο, στην πόλη Σετ. Ο βασικός λόγος ήταν ότι κατάγομαι από αυτήν την περιοχή και τη γνωρίζω καλά.
    Αυτό ήταν λίγο έως πολύ αυτό που σχεδίαζα. Ίσως και να ήταν μια αντίδραση στις προηγούμενες ταινίες μου, όπου είχα, κατά κύριο λόγο, αγγίξει δύσκολα και πιο επώδυνα θέματα, όπως το ζήτημα του χωρισμού στην ταινία «Η Ζωή της Αντέλ». Από την άλλη, μπορεί να είναι και μια αντίδραση απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Θεωρώ την εποχή μας πολύ αγχωτική. Μου προκαλεί μεγάλη δυσφορία. Το φιλμ αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να ξαναβρώ μέσα μου την ελαφρότητα. Αισθανόμουν την ανάγκη να ξεφύγω λίγο, να κινηθώ προς μια πιο ουτοπική περίοδο της ζωής μου.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, κατάλογος του Φεστιβάλ Βενετίας)