(Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει)
του Rodrigo Sorogoyen
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_que-dios-nos-perdone.jpg

(...)   Η θεματική της φιλίας ήταν πραγματικά δευτερεύουσα μέχρι που ξεκινήσαμε τα γυρίσματα. Προφανώς μας άρεσε πολύ η μεταξύ τους σχέση και το ταξίδι που κάνουν από την απόλυτη αδιαφορία μέχρι τον απόλυτο σεβασμό. Όταν, όμως, ξεκινήσαμε δουλειά με τους ηθοποιούς και, χάρη στη δουλειά τους, η ταινία έγινε η ιστορία δύο ανθρώπων που ένιωθαν μοναξιά και βρήκαν στο πλέον απίθανο άτομο έναν συνεργάτη που τους δείχνει σεβασμό, τους στηρίζει, τους διδάσκει, που τους αγαπά. Και αυτό είναι κάτι που όλοι μας χρειαζόμαστε.
(...) Πάνω από όλα, θέλαμε να μιλήσουμε για τη βία – τη βία που ξεπηδάει μέσα από τους ανθρώπους, αλλά και για τη βία των σύγχρονων κοινωνιών και για τις πόλεις όπου εκφράζεται η βία αυτή. Θέλαμε να δημιουργήσουμε μία τριμερή σχέση ανάμεσα σε χαρακτήρες που είναι αντίθετοι μεταξύ τους αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται. Είναι περίεργο – ένας ψυχίατρος μάς είπε ότι είχαμε δημιουργήσει τρεις ψυχοπαθείς που σχετίζονται με τη βία με πολύ διαφορετικούς αλλά αναγνωρίσιμους τρόπους.
(...) Όταν μιλήσαμε με αστυνομικούς κατά τη διάρκεια των ερευνών μας, μας ξεκαθάρισαν ότι το να είσαι αστυνομικός είναι σαν οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Μιλούν για τα ίδια πράγματα, φέρονται με τον ίδιο τρόπο όπως όλοι οι υπόλοιποι. Πήραμε την απάντηση αυτή ως βασική κατευθυντήριο και δημιουργήσαμε ένα σύμπαν που θα μπορούσε να είναι οποιουδήποτε επαγγέλματος. Θέλαμε αυτόν τον ρεαλισμό, αυτή την αίσθηση αλήθειας.
(...) Όσον αφορά το εικαστικό κομμάτι της ταινίας, το χωρίσαμε στα δύο. Στα πρώτα 65 λεπτά έχουμε την κάμερα στο χέρι, ψάχνοντας την ασχήμια ανάμεσα στους ανθρώπους – κάτι σαν ντοκιμαντέρ, αν θέλετε. Το δεύτερο μέρος, όταν η ιστορία παίρνει μια σκοτεινή τροπή (η βία αυξάνεται και οι χαρακτήρες μοιάζουν όλο πιο χαμένοι), χρησιμοποιούμε Steadicam, που μας δίνει την ευκαιρία για πιο αρμονικές κινήσεις και ζουμ. Θέλαμε να είμαστε πιο κομψοί, πιο καλαίσθητοι – να δημιουργήσουμε την άβολη αίσθηση στον θεατή ότι του αρέσει αυτό που βλέπει αλλά ταυτόχρονα τον απωθεί η βία και η ασχήμια.
(...) Είναι όντως μια μεγάλη ταινία αλλά έχει νομίζω καλό ρυθμό και δεν είναι καθόλου βαρετή. Θέλαμε να είναι τόσο μεγάλη για να ξεδιπλώσουμε σωστά το μυστήριο και να αφηγηθούμε και την προσωπική ζωή των κεντρικών χαρακτήρων. Έτσι η ταινία δεν είναι απλώς ένα μυστήριο – είναι μια ταινία για τον άνθρωπο.
[Οι ταινίες του Φερνάντο Φερνάν-Γκόμεζ και του Λουίς Μπερλάνγκα] Προφανώς αυτές είναι ταινίες που αγαπώ πολύ και ήθελα να μιμηθώ ως προς το νατουραλισμό και την προσοχή τους στη λεπτομέρεια. Ο διευθυντής φωτογραφίας και εγώ επίσης συμπεριλάβαμε αναφορές σε αγαπημένες μας ταινίες όπως τα «Γόμορρα», «Ένας Προφήτης», «Zodiac» και «Seven», ή αμερικανικές αστυνομικές ταινίες της δεκαετίας του ’70, όπως τα «French Connection», «Serpico» και «Dog Day Afternoon».

(συνέντευξη του σκηνοθέτη στο Variety, μετάφραση σημειώσεις για την παραγωγή)