(Ωμότητες)
της Julia Ducournau
(ένα κείμενο της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_raw.jpg

Το παλιό εκείνο ερώτημα, «φύση ή περιβάλλον;» μοιάζει να κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας απ’ την αρχή κιόλας της ταινίας «Raw» (γαλλικός τίτλος Grave). Μετά από μια πρώτη σκηνή, τη σημασία της οποίας θα καταλάβουμε πολύ αργότερα, η ηρωίδα μένει μόνη με μια βαλίτσα να αντιμετωπίσει τη νέα, ενήλικη ζωή της. Προηγουμένως παραλίγο να καταπιεί άθελά της κάτι που οι γονείς της προσπαθούσαν να την κάνουν να αποφύγει σε όλη της τη ζωή: κρέας. Τις επόμενες μέρες θα αναγκαστεί να «καταπιεί» με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους τη βία μιας κοινωνίας που βλέπει το σώμα ως χρηστικό αντικείμενο, που παίρνει ή χάνει την αξία του ανάλογα με τη φύση της επιθυμίας του κάθε φορά ενδιαφερομένου. Το άγριο bullying που υφίσταται από τους φοιτητές των μεγαλύτερων ετών, η μη-βοηθητική, αμφιθυμική στάση της αδελφής της, η θέα των ζώων που οι υποψήφιοι γιατροί τους θεωρούν κατώτερα από τον άνθρωπο, την προτρέπουν σ’ ένα κανιβαλισμό -ψυχική μεταμόρφωση που τη φέρνει αντιμέτωπη με τη δική της ανάγκη για δύναμη και αίμα. Τα διλήμματα της ενηλικίωσης αποτυπώνονται μ’ έναν άλλοτε απολαυστικό κι άλλοτε ανυπόφορο τρόπο, στην ιδιότυπη αυτή ταινία γκορ (gore), της πρωτοεμφανιζόμενης Ζιλιά Ντικουρνό /Julia Ducournau. Η νεαρή σκηνοθέτις δείχνει μια αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία στο χειρισμό των γωνιών λήψης (εντυπωσιακές οι σκηνές κάτω απ’ τα σεντόνια), στην εναλλαγή των πλάνων και στο σφιχτοδεμένο μοντάζ με το οποίο αφηγείται μια ιστορία που κατορθώνει να έχει «αρχή, μέση και τέλος» -όπως θα έλεγε και ο Γκοντάρ- και που παρά την εξωφρενικότητά της (ή ίσως εξαιτίας αυτής) κατορθώνει να αντιστοιχεί απόλυτα στην εφιαλτικότητα της καθημερινότητάς μας. Η μουσική επένδυση επιτυγχάνει με τη σειρά της να βάλει κι εμάς στο ρυθμό μιας κοινωνίας που καταρρέει χορεύοντας.
Η θέαση του «Raw», αν και κατά σκηνές δύσκολη, δεν είναι, ωστόσο, περισσότερο επώδυνη από την αθέλητη προσγείωσή μας (όπως ακριβώς και της πρωταγωνίστριας) στις συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας. Το γεγονός ότι η ταινία κατορθώνει να μας σοκάρει είναι ένα ακόμα επίτευγμα της, μια και κατορθώνει να βγάλει το θεατή από τη διαδικασία της αναισθητοποίησης στην οποία τον έχει οδηγήσει ο καταιγισμός των ωμών εικόνων που δέχεται αδιάλειπτα εκτός κινηματογραφικής αίθουσας και να τον ξαναφέρει εκεί ακριβώς που θα έπρεπε να είναι: αντιμέτωπος με τη δική του ευθύνη για τα όσα ισχυρίζεται πώς συμβαίνουν ερήμην του. Η αποστροφή γίνεται δείγμα της ενοχής μας και ενεργοποιεί τη διαδικασία της ταύτισης (η πολύ καλή η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας αλλά και των υπόλοιπων ηθοποιών συμβάλλει σ’ αυτό), καθώς η ματιά της ηρωίδας μας εκθέτει σε όλη την προβληματική της κοινωνικής συνύπαρξης (και άρα της κρίσης του πολιτισμού). Οι ψυχαναλυτικές προεκτάσεις είναι σίγουρα αναπόφευκτες, μοιάζουν όμως πιο αθέλητες σε μια ταινία που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ακούσια σπουδή πάνω στο «Τοτέμ και ταμπού» του Φρόιντ. Αντίθετα, η αγάπη της Ντικουρνό για τον Κρόνεμπεργκ είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, το ίδιο και η ελπίδα της ότι και τα πράγματα ίσως και να περισωθούν από την ανθρωποφαγία.
Έτσι, οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν ζωντανοί παρά τα αλληλοδαγκώματα και η συνέχεια της ενηλικίωσης ανοίγεται ακόμα και στην αισιοδοξία. Ο πατέρας -τοτέμ μας δείχνει τις πληγές του, αποκτώντας –επιτέλους- υπόσταση και καθιστώντας εφικτή την ύπαρξη ενός μελλοντικού ορίου μέσα από τον αυτοπεριορισμό και την εκ νέου άρνηση του «απαγορευμένου καρπού». «Είναι σοβαρό» όπως θα έλεγε και η πρωταγωνίστρια καλώντας μας να σκεφτούμε μαζί της.

* Η Ζωή - Μυρτώ Ρηγοπούλου είναι  ψυχολόγος, μεταφράστρια και συγγραφέας (Καλοί καιροί, εκδ. Κέδρος, 2005)