(Φιμωμένος έρωτας)
του Duccio Chiarini
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
i-dolori-del-giovane-edo.jpg

Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας σεξουαλικής και συναισθηματικής ενηλικίωσης. Εγκλωβισμένος στους φόβους και τις ανασφάλειες  του, σχεδόν αποκλεισμένος από τα κορίτσια, ο Edoardo θα μάθει να αναπτύσσει άλλα ταλέντα που θα τον βοηθήσουν να αποκτήσει μια πιο βαθιά κατανόηση του γυναικείου κόσμου και των ατελείωτων συναισθηματικών αντιφάσεων. Η ιδέα της ταινίας είναι να εξερευνήσει τις αδυναμίες του αντρικού φύλου, αυτές που εκπροσωπούν τα μάτσο στερεότυπα.
(...) Έκανα μια άλλη ταινία, αλλά είχε προβλήματα, και καθώς αναζητούσα έμπνευση  για μια ιστορία που μπορούσα να πω με λίγα μέσα, αλλά με πολύ συναίσθημα, διάβασα ένα κόμικ του Gipi με πρωταγωνιστή έναν ανδρολόγο που μου θύμισε μια αντίστοιχη προσωπική εμπειρία. Οπότε έγραψα τον σκελετό μιας ιστορίας επί τόπου και την έδειξα στη συν-σεναριογράφο μου, Ottavia Maddeddu. Ενθουσιάστηκε και συνεχίσαμε να το δουλεύουμε μαζί. Μετά το υπέβαλα στο εργαστήριο του  Biennale College και με δέχτηκαν.  Όλα πήγαν αναπάντεχα καλά, από το πρώτο σκαρίφημα της ιστορίας μέχρι την τελική κόπια της Βενετίας. Η ταινία ολοκληρώθηκε σε έναν χρόνο.
(...) Η ιδέα ήταν να αποδώσουμε τον κόσμο ενός εφήβου που αισθάνεται παγιδευμένος. Προσωπικά, είμαι πλαισιωμένος από την οικογένεια, ίσως με υπερβολικό τρόπο. Μερικές φορές είναι σχεδόν σαν να είμαστε σε κιμπούτς. Κάνουμε τα πάντα μαζί. Στην ταινία, υπάρχει μία συνεχόμενη κόντρα ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και τον περίγυρο του, ανάμεσα στις ανασφάλειες και τις πεποιθήσεις του κόσμου που τον περιβάλλει. Είναι αυτοί που τον κάνουν να αισθάνεται υπό πίεση. Ο ενήλικος κόσμος μοιάζει πολύ δυνατός.
(...) Η ταινία έχει πολύ έντονο εικαστικό αποτύπωμα, τα κάδρα είναι πολύ ξεκάθαρα. Πώς προέκυψε η εμπλοκή του  με την ταινία;
Στην αρχή, δεν τον ήξερα, [σ.τ.ε. τον τούρκο διευθυντή φωτογραφίας, Baris Ozbicer,] αλλά γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Μου άρεσε η πρώτη του ταινία, το Honey, που διακρίθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Πάντα συνεργαζόμουν με ξένους διευθυντές φωτογραφίας. Καθώς δεν καταλαβαίνουν τους διαλόγους, έχουν μια πιο καθαρή αντίληψη της πραγματικότητας. Εδώ θέλαμε να μεταδώσουμε το μήνυμα ότι μπορείς να κάνεις μία ταινία που είναι διασκεδαστική, παρ’ όλο που έχει την πίκρα και τη διακριτικότητα ορισμένων σουηδικών ταινιών.
(...) Στην αρχή έγραψα μία ιστορία που διαδραματιζόταν τη δεκαετία του ’90. Οπότε ήθελα να ενσωματώσω τη μουσική ενός συγκροτήματος που μου άρεσε πολύ εκείνη την περίοδο, τους Grant Lee Buffalo. Μετά αποφασίσαμε να το κάνουμε πιο σύγχρονο, παρ’ όλο που ακόμα ήθελα έναν συγκεκριμένο ήχο αλλά και την ατμόσφαιρα της εφηβείας μου. Μετά άκουσα τη μουσική του Mark Andrew Hamilton και του συγκροτήματος του,  τους Woodpigeon. Άρχισε να μου στέλνει κομμάτια που έδιναν αυτό το κάτι παραπάνω στην ταινία, ενισχύοντας τον παλμό της.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)