του Eric Lartigau
la-famillie-belier.jpg

Εστιάζοντας στους οικογενειακούς δεσμούς, την απόλαυση της μουσικής και σε μια πορεία προς την ενηλικίωση και την απελευθέρωση, αυτή η δραματική κομεντί υπήρξε μια εισπρακτική επιτυχία στη χώρα καταγωγής της.
Η οικογένεια Μπελιέ μοιάζει σαν μια συνηθισμένη οικογένεια. Αποτελείται από τον πατέρα Rodolphe Bélier, τη μητέρα Gigi και τα παιδιά, τον Quentin και την 16χρονη Paula. Η οικογένεια βιοπορίζεται από τις αγροτικές εργασίες στο οικογενειακό αγρόκτημα. Η ιδιαιτερότητα της έγκειται στο γεγονός ότι τρία από τα μέλη της είναι κωφοί. Η εξαίρεση στον κανόνα, η Paula, είναι το μέσο επικοινωνίας της οικογένειας με τον έξω κόσμο. Όμως η Paula είναι ταλαντούχα: διαθέτει μια εξαιρετική φωνή και ο δάσκαλος της μουσικής την ωθεί να συμμετάσχει σ’ ένα μουσικό διαγωνισμό για να γίνει μέλος μιας σημαντικής χορωδίας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, στο Παρίσι. Επιπλέον, η Paula είναι στην εφηβεία και ερωτευμένη..
Κεντρικό στοιχείο της δραματικής πλοκής είναι το δίλλημα μπροστά στο οποίο τοποθετείται η ηρωίδα: βρίσκεται μετέωρη ανάμεσα στον οικογενειακό της ρόλο, ως η αναγκαία διερμηνέας για τους γονείς της και τον μικρότερο αδελφό, και τις μουσικές της φιλοδοξίες. Η επιλογή είναι δύσκολη, ωστόσο η βαρύτητα της ελαφρύνεται από το σκηνοθετικό ύφος και το καθοριστικό ρόλο της μουσικής στη δραματική πλοκή.

Σ.

Ο Eric Lartigau, σκηνοθέτης της ταινίας, δηλώνει: «Για μένα, το παν είναι η ιστορία, και στην περίπτωση αυτή η ιστορία με συγκίνησε πολύ. Η οικογένεια είναι μία θεματική με την οποία ταυτίζονται όλοι και γι’ αυτό είναι συχνό θέμα για την τέχνη. Όλα είναι τόσο κοντά στην επιφάνεια, πρωτόγονα συναισθήματα, το γέλιο, το δάκρυ. Και στην ταινία αυτή δεν χρειάζεται να διαλέξει κανείς ανάμεσα στην κωμωδία και την συγκίνηση, όπως ακριβώς και στη ζωή.
(...) Ο χωρισμός αυτός από το παιδί σου μπορεί να σου ραγίσει την καρδιά. Μπορούμε να αποχωριστούμε με τρόπο τρυφερό; Μπορούμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλο χωρίς καταπίεση; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε την ελευθερία όλων; Πώς βιώνουμε την αλλαγή – σε εμάς και σε άλλους; Το ότι αγαπάμε βαθιά κάποιον δεν σημαίνει ότι τον συμπαθούμε όλη την ώρα, και σε μια οικογένεια ακόμη περισσότερο. Το να καταγράψω τα πρώτα διστακτικά βήματα μιας κοπέλας, της οποίας οι ορίζοντες ανοίγουν ξαφνικά, μακριά απ’ ό, τι ξέρει μέχρι τώρα, ήταν κάτι το συναρπαστικό. Είναι ένα ταξίδι που κάνουμε όλοι: το να βρούμε τη θέση μας, να γίνουμε αυτοί που είμαστε.
(...) Το βλέμμα των άλλων καθορίζει τι είναι ‘φυσιολογικό’ και τι όχι. Εξάλλου, σαν άνθρωποι δυστυχώς έχουμε ταλέντο στο να εγκλωβίζουμε τους εαυτούς μας σε προκαθορισμένες ιδέες και μονοπάτια».

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)