του André Singer
night-will-fall.jpg

Χρονικό μιας φρίκης, αλλά και της επιτόπου και δια ζώσης καταγραφής της, το ντοκιμαντέρ αυτό υπενθυμίζει παράλληλα τη
διαρκή επικαιρότητα της καταδίκης του ναζιστικού ολοκληρωτισμού.
Έχοντας νωπές τις μνήμες από τις θηριωδίες που κατέγραφε το ντοκιμαντέρ The Act of Killing (σκηνοθεσία Joshua Oppenheimer), ο παραγωγός του André Singer στρέφεται ο ίδιος στην σκηνοθεσία, για να εστιάσει σ’ ένα αποτρόπαια εγκλήματα του 20ου αιώνα: την εξόντωση των εγκλείστων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ως αφορμή για το ντοκιμαντέρ την έρευνα που κάνει για ένα άλλο ντοκιμαντέρ που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε στην εποχή του. Σ’ αυτό ο σκηνοθέτης θα ήταν ο επιφανέστερος όλων των Βρετανών σκηνοθετών, ο Alfred Hitchcock. Επιστρέφοντας από το Χόλιγουντ στη Μεγάλη Βρετανία την περίοδο του πολέμου, δέχεται την πρόταση του φίλου του παραγωγού Sidney Bernstein, για ένα ντοκιμαντέρ που θα εστιάζει στις τρομακτικές εικόνες που ερχόταν τότε από το μέτωπο. Το ντοκιμαντέρ αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, και τις εικόνες του τις βλέπουμε τώρα, 70 χρόνια μετά.
Η αφήγηση εκκινεί τον Απρίλιο του 1945, όταν οι πρώτες συμμαχικές δυνάμεις, καθώς κατελάμβαναν σιγά –σιγά τη ναζιστική Γερμανία, άρχισαν να ανακαλύπτουν τους σκοτεινούς τόπους των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Χρησιμοποιώντας υλικό αρχείου που γυρίστηκε από τους οπερατέρ των συμμαχικών δυνάμεων, καθώς εισερχόταν στα στρατόπεδα, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει καταρχάς τη τραγωδία των σωμάτων και των ψυχών. Εικόνες της φρίκης και του αποτροπιασμού, που 70 χρόνια μετά εξακολουθούν να σοκάρουν: τα σκελετωμένα σώματα των επιζώντων και τα άλλα, τα άψυχα σώματα των νεκρών που θάβονται σε ομαδικούς τάφους. Σωροί από τα απομεινάρια της ανθρώπινης παρουσίας –τα κομμένα μαλλιά , τα χρυσά δόντι, τα ρούχα.- έτοιμοι προς εκμετάλλευση. Η απελπισία. Η φρίκη.
Παράλληλα, ο σκηνοθέτης στέκεται και στα της παραγωγής του ντοκιμαντέρ και στις σκηνοθεσίες του: δηλαδή στις εικόνες και τα αποσπάσματα τους, στον τρόπο που αυτές γυρίστηκαν ή αναπαραστάθηκαν από τους ίδιους τους επιζώντες, όταν μέρες μετά την απελευθέρωσή τους υποδύθηκαν τις στιγμές της φρικαλέας τους έγκλειστης ζωής. Αφηγείται τις (άγνωστες) περιπέτειες των εικόνων που παρακολουθούμε.
Τα δύο στοιχεία που συγκροτούν το ντοκιμαντέρ δεν διακρίνονται για την αρμονική συνύπαρξη. Οι εικόνες του χαρακτηρίζεται από μια θεματική ετερογένεια και αυτό έχει σαν συνέπεια το ντοκιμαντέρ να δείχνει διχασμένο: ανάμεσα στη φρίκη (των στρατοπέδων συγκέντρωσης) και τη αφηγηματική διάθεση (για τις περιπέτειες των εικόνων).
Ό,τι έχει αξία σ’ αυτό όμως είναι κυρίως η εστίαση του στους ανθρώπους που δούλεψαν γι΄ αυτό το ημιτελές ντοκιμαντέρ, καταγράφοντας τις εικόνες της φρίκης: στους ανώνυμους πολεμικούς οπερατέρ που συνόδευαν τα στρατεύματα των συμμάχων. Ραδιοφωνικές συνεντεύξεις και τηλεοπτικές χρόνια μετά από αυτούς τους κινηματογραφιστές, αλλά και από επιζώντες. Είναι οι μαρτυρίες τους που διασώζουν και παρουσιάζουν το ανεξίτηλο αποτύπωμα της φρίκης στην ανθρώπινη μνήμη.

Δημήτρης Μπάμπας