(Το τραγούδι του φοίνικα)
του Christian Petzold
phoenix.jpg

Ιούνιος του 1945. Το βομβαρδισμένο Βερολίνο. Μια γυναίκα επιστρέφει από στρατόπεδο συγκέντρωσης με κατεστραμμένο το πρόσωπο. Είναι η Νelly, πρώην διάσημη τραγουδίστρια της τζαζ, η μόνη επιζήσασα από μεγάλη εβραϊκή οικογένεια. Μια χειρουργική επέμβαση τη βοηθάει να αποκτήσει ένα καινούριο πρόσωπο, παρά την επιμονή της ίδιας να αναπλάσει αυτό που είχε πριν. Στο πλευρό της πάντα μια φίλη, που τη συμπαραστέκεται σα φύλακας άγγελος. Η ίδια όμως αναζητάει απεγνωσμένα τον αγαπημένο της σύζυγο Johnny. H πιθανή εκδοχή να πρόκειται για τον άντρα που την είχε προδώσει στους ναζί δεν τη σταματάει από την αναζήτηση αυτή. Και τον βρίσκει. Στο νυχτερινό club Phoenix. Μόνο που αυτός δεν την αναγνωρίζει. Η εξέλιξη που παίρνει η σχέση τους-η σχέση δύο «αγνώστων»- και η μάταιη αναζήτηση της χαμένης της ταυτότητας συνιστούν και το κεντρικό θέμα της ταινίας.
Μια γυναίκα επιστρέφει από την κόλαση, από το βασίλειο των νεκρών. Χωρίς το δικό της πρόσωπο αλλά με ένα άλλο που της μοιάζει, περιφέρεται σα φάντασμα στα ερείπια μιας πόλης που θέλει απλά να ζήσει, αφήνοντας πίσω της το τρομακτικό παρελθόν. Η ίδια όμως διστάζει να προχωρήσει. Τρομάζει στη θέα του ειδώλου της επάνω σε ένα σπασμένο καθρέφτη. Μουδιασμένη, εξασθενημένη σωματικά και ψυχικά, κινείται με το βλέμμα διεσταλμένο σαν άψυχη κούκλα. Το παρελθόν την τραβάει σα μαγνήτης. Το ψηλαφεί μέσα από παλιές φωτογραφίες. Η αγωνία της μήπως δεν την αναγνωρίσουν οι άλλοι και κυρίως ο αγαπημένος της γίνεται σταδιακά εμμονή. Μόνο μέσα από το βλέμμα του πιστεύει ότι θα ξαναβρεί τον χαμένο της εαυτό, την παλιά Nelly. Για αυτό και όταν τον βρίσκει, εμπλέκεται στο ραδιούργο του σχέδιο να υποδυθεί την υποτιθέμενη νεκρή σύζυγο -για να αποκτήσουν πρόσβαση στην περιουσία της-. Με την ελπίδα να διεκδικήσει την παλιά της ταυτότητα και να ξανακερδίσει τον άντρα που ακόμα αγαπάει η Nelly θα υποδυθεί τον ίδιο της τον εαυτό.

Ταυτότητα και παρελθόν
Με μια χιτσκοκική ιστορία που χρησιμοποιεί τις ιδέες της μεταμφίεσης, της επανεφεύρεσης αλλά και της προδοσίας ο Petzold κτίζει μια μοναδική αλληγορία για τον υπαρξιακό αλλά και τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ενώ παράλληλα δίνει μια κλασική ιστορία αγάπης, η οποία έχει στην ουσία τραγικά τελειώσει και όπου κανένας δεν αναγνωρίζει τον άλλον. Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκονται πλάι στην απώλεια ταυτότητας, η προσκόλληση στο παρελθόν, η ψευδαίσθηση, η αυταπάτη. Σε έναν κόσμο που η απώθηση του παρελθόντος επιβάλλεται για να μπορέσει να επιβιώσει χωρίς ενοχές, η ηρωίδα αρνείται να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα. Κυρίως όμως αδυνατεί να αντιμετωπίσει την πιθανότητα μιας προδοσίας. Η κρίση της δεν είναι μόνο κρίση ταυτότητας -αισθάνεται ανύπαρκτη, ούτε καν εβραία- αλλά και κρίση συναισθηματική. Καταλήγει να ζηλεύει ερωτικά τον προηγούμενό της εαυτό. Προτιμάει ωστόσο να χειραγωγηθεί από έναν άντρα που σκηνοθετεί την ίδια της την ύπαρξη. Από την άλλη είναι και ο άντρας που δυσκολεύεται να διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα. Και που ίσως την αναγνωρίζει, αλλά αρνείται να το παραδεχτεί. Γι αυτό αναγκάζεται να την προδώσει για δεύτερη φορά. Μια δυσπιστία είναι εξάλλου διάχυτη σε όλη την ταινία και καθορίζει την ατμόσφαιρά της. Ο σκηνοθέτης παίζει συνεχώς με τις προσδοκίες μας. Θέτοντας όπως πάντα ερωτήματα που τις απαντήσεις τους καλείται να τις δώσει ο ίδιος ο θεατής. Και συνθέτει παρά τη φαινομενική της απλότητα μια πολυεπίπεδη ταινία.
Εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Hubert Monteilhets «Le Retour Des Cendres» ο Petzold αρνείται την αληθοφάνεια στην απεικόνιση, προτιμώντας τα εσωτερικά γυρίσματα και ακολουθώντας την αισθητική των παλιών κλασικών χολιγουντιανών στούντιο, για να κατασκευάσει έναν τόπο μη πραγματικό, όπως η κεντρική ηρωίδα. Κουβαλώντας σεναριακά την ανάμνηση του Vertigo, αισθητικά την ατμόσφαιρα των φιλμ νουάρ και με τους ήχους του κοντραμπάσου να δίνουν από την αρχή ένα σκοτεινό τόνο η ταινία κινείται αργά προς την κορυφαία σκηνή του τέλους, χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία της Nina Hoss, σταθερής πρωταγωνίστριας του σκηνοθέτη. Μετέωρη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας μεταξύ ενός δύσκολου παρελθόντος και ενός αβέβαιου παρόντος, εύθραυστη αλλά και αποστασιοποιημένη, η ηρωίδα με την ερμηνεία του «Speak low», - τραγουδιού με καταλυτικό ρόλο στην ταινία-αναδύεται τελικά μέσα από τις στάχτες της για να δικαιώσει τον τίτλο της ταινίας. Ξαναβρίσκει τον εαυτό της, αποκαλύπτεται, και αποχωρεί θριαμβευτικά μόνη.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]