(Τρελός έρωτας)
της Jessica Hausner
amour-fou.jpg

Αρχές του 18ου αιώνας, η εποχή του Ρομαντισμού. Ο Henrich von Kleist, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, δημιουργός των έργων Μίκαελ Κολχάας, Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ, Η μαρκησία φον Ο…, έχει ήδη αποκτήσει μια φήμη στoυς λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, στο Βερολίνο. Ωστόσο σημαδεύεται, όπως κάθε πιστός στα ρομαντικά ιδεώδη από το πάθος του έρωτα και την επιθυμία του θανάτου. Έχοντας απογοητευθεί από την αδιαφορία της ερωμένης του, ο Henrich von Kleist αναζητά μια αδελφή ψυχή για να τον συντροφεύει στο τελευταίο ταξίδι. Θα γνωρίσει την Henriette Vogel, σύζυγο ενός εμπόρου και μητέρα ενός κοριτσιού και θα την πολιορκήσει. Όμως η Henriette είναι σοβαρά άρρωστη…
Η αυστριακή Jessica Hausner, μετά την ταινία της Lourdes (2009), τοποθετεί πάλι στο κέντρο της δραματικής πλοκής έναν ήρωα που εξαιτίας του πάθους, δημιουργεί ένα δικό του κλειστό σύμπαν που τον απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο. Έχοντας όμως ως ήρωα ένα πρόσωπο μιας άλλης εποχής και αφηγούμενο τη διαδρομή του προς την έξοδο, δηλαδή την αυτοκτονία του, προκρίνει την καταρχήν εστίαση στο κοινωνικό περίγυρο. Τοποθετεί λοιπόν την φιγούρα του ρομαντικού ποιητή μέσα στην αστική τάξη της εποχής και πολλές φορές με χιούμορ καταγράφει την απόσταση και την αντίθεση. Ωστόσο η σκηνοθέτις επικεντρώνεται κυρίως στη σχέση του με την Henriette Vogel. Καθώς η όχι και τόσο νεαρή γυναίκα είναι ένα πρόσωπο της εποχής της και της τάξης της, η σχέση του ποιητή μαζί της μοιάζει να είναι τελικά ένας συνεχής αγώνας από την πλευρά του Henrich von Kleist για να περάσει στο στρατόπεδό του. Απέναντί του βρίσκεται ο σύζυγός της και γι’ αυτό η ταινία αρκετές φορές δείχνει ως να είναι ταινία ενός ερωτικού τριγώνου. Το βάρος της ασθένειας της που βαραίνει στην τελική της επιλογή, αποδεικνύεται ότι τελικά δεν είναι παρά το βάρος μιας δυσανεξίας απέναντι στο ασφυκτικό περιβάλλον μιας τάξης (της αστικής), το αβάσταχτό βάρος μιας προσωπικής μοναξιάς –και είναι αυτό που την φέρνει τόσο κοντά στον συν-αυτόχειρά της.
Η σκηνοθέτις επιβάλλει η υποκριτική των ηθοποιών να είναι χαμηλών τόνων, κινηματογραφεί τα τεκταινόμενα από απόσταση, και χωρίς ποτέ να επιτρέπει την έξαρση του πάθους να εισβάλλει στην εικόνα, δημιουργώντας έτσι ένα ύφος κινηματογράφησης που προσιδιάζει προς τον κλασικισμό. Κάτι που έρχεται τελικά σε ευθεία αντίθεση με τις επιλογές ζωής και θανάτου των κεντρικών χαρακτήρων της ταινίας. Όμως αυτή είναι μια διαλεκτική αντίθεση…

Δημήτρης Μπάμπας