(Το δεύτερο παιχνίδι)
του Corneliu Porumboiu
al-doilea-joc.jpg

Σχόλιο για τις δύσκολες σχέσεις κινηματογράφου –τηλεόρασης, το ντοκιμαντέρ αυτό του ρουμάνου δημιουργού είναι επιπλέον μια συναρπαστική –για κάθε φανατικό ποδοσφαιρόφιλο και σινεφίλ- αποκάλυψη των μυστικών της ποδοσφαιρικής διαιτησίας.
Σίγουρα αυτή η ταινία με το ποδοσφαιρικό θέμα αποτελεί μια παράδοξη κίνηση για τον πιο διανοούμενο και πιο φιλοσοφημένο από τους νέους ρουμάνους σκηνοθέτες: ο Corneliu Porumboiu είναι ο δημιουργός των 12:08 East of Bucharest (2006), Police, Adjective (2009), When Evening Falls on Bucharest or Metabolism (2013) και γι' αυτό η διαχείριση τόσο του θέματος, όσο και της φόρμας, είναι, όπως είναι αναμενόμενο, μη τυπική.
Το έτος είναι το 1988, ένα χρόνο πριν την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος του. Ο πατέρας του σκηνοθέτη, Adrian, τότε 38 χρονών, διευθύνει ως διαιτητής το αιώνιο ντέρμπι του ρουμανικού ποδοσφαίρου, μεταξύ της Dinamo και της Steaua. Σχεδόν 25 χρόνια μετά, ο γιος κάθεται μαζί με τον πατέρα και παρακολουθούν ξανά τον αγώνα. Όλη η, διαρκείας μιάμισης ώρας, ταινία αποτελείται από την βιντεοκαταγραφή του αγώνα και το σχολιασμό του σκηνοθέτη- γιου με τον διαιτητή-πατέρα. Και ακριβώς λόγω αυτής της κυριαρχίας του σχολιασμού στην δομή της ταινίας , η ταινία έχει το ύφος μιας χαλαρής συζήτησης.
Τα σχόλια μεταξύ των δύο ανδρών είναι αποκαλυπτικά της εποχής που διεξάγεται ο αγώνας και του καθεστώτος: οι σχέσεις των δυο ομάδων με τους πυλώνες του καθεστώτος –στρατό και μυστική αστυνομία-, οι πιέσεις στον διαιτητή, η «κομμουνιστική» τηλεοπτική κάλυψη του αγώνα (που αποκρύπτει από το τηλεοπτικό κοινό τις στιγμές έντασης μεταξύ των παικτών). Πέρα όμως από τα προηγούμενα, η ταινία είναι επιπλέον και μια επίδειξη της τέχνης της ποδοσφαιρικής διαιτησίας. Ο δαιμονισμένος ρυθμός του αγώνα, η συνεχής πάνω – κάτω κίνηση των παικτών, διευκολύνεται, όπως γίνεται γρήγορα φανερό από την διαιτητική συμπεριφορά του ανωτάτου άρχοντος του αγώνα: είναι ο Adrian Porumboiu ο κρυφός σκηνοθέτης του αγώνα, αυτός που επιβάλλει τον (αφηγηματικό) ρυθμό, μη διακόπτοντας το παιχνίδι στα φάουλ και προσφέροντας διαρκώς το πλεονέκτημα. Ένας ατελέσφορος, όμως, σκηνοθέτης, αφού παρόλο τον δαιμονισμένο ρυθμό ελάχιστες είναι οι φάσεις μπροστά στις δύο εστίες. Και γι’ αυτό, σε μια επίδειξη πνεύματος αυτοσαρκασμού, ο σκηνοθέτης, απευθυνόμενος στον πατέρα του, θα σχολιάσει: «Δεν νομίζεις ότι αυτός ο αγώνας είναι σαν τις ταινίες μου: είναι μακρόσυρτος και τίποτε δεν συμβαίνει… και εσύ είσαι ο κεντρικός χαρακτήρας».
Ένα δεύτερο σημείο σχολιασμού, ωστόσο είναι η κινηματογραφική φόρμα της ταινίας και οι σχέσεις της με την τηλεοπτική αισθητική. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι η πρώτη φορά που στον κινηματογράφο παρουσιάζεται ένας ποδοσφαιρικός αγώνας στον πλήρη χρόνο του - το πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι η ταινία Zidane, un portrait du 21e siècle (2006) των Douglas Gordon, Philippe Parreno. Εδώ όμως καθοριστικά είναι η χαμηλής ανάλυση τηλεοπτική εικόνα που κυριαρχεί στη μεγάλη οθόνη, η απουσία του ήχου (τόσο καθοριστικού στη δημιουργία ατμόσφαιρας) που αντικαθίσταται από τα σχόλια των δύο ανδρών, είναι τέλος ο αφηγηματικός χρόνος της τηλεοπτικής μετάδοσης που επιβάλλεται πάνω στον κινηματογραφικό. Αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα τηλεοπτικό γεγονός απογυμνωμένο από τα επικαιρικά στοιχεία του: ένα «ξαναζεσταμένο» φαγητό που δεν τρώγεται, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας που πλέον αφορά μόνο τους ειδήμονες και τους νοσταλγούς. Το ποδόσφαιρό πρέπει να καταναλώνεται σε πραγματικό χρόνο –πέντε λεπτά μετά δεν έχει καμία αξία. Γι’ αυτό λοιπόν όλη η ταινία μοιάζει να υπάρχει σ’ ένα κενό: ούτε πραγματική τηλεόραση, ούτε όμως και σινεμά.
Και ό,τι απομένει είναι το χιονισμένο, λασπωμένο γήπεδο, οι παλιές πλέον δόξες του ρουμανικού ποδοσφαίρου να τρέχουν πάνω –κάτω, χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα, και τα σχόλια ενός άνδρα που θυμάται το παρελθόν, βλέπει τα λάθη του και απολογείται για τις πρακτικές του: υπάρχει κάτι από αληθινή ποίηση στα προηγούμενα. Και γι’ αυτό οι πιο σημαντικές στιγμές σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ είναι οι νεκρές σχολιασμού, οι σιωπές, όταν οι δυο άνδρες δεν ξέρουν τι να πουν και αναλογίζονται βλέποντας μια τηλεοπτική οθόνη…

Δημήτρης Μπάμπας