των Fabio Grassadonia & Antonio Piazza
salvo-fabio-grassadonia-antonio-piazza.jpg

Επικεντρωμένη κυρίως σε δύο πρόσωπα –έναν επαγγελματία δολοφόνο και το τυφλό υποψήφιο θύμα του- και διαδραματιζόμενη στο μεγαλύτερο μέρος μέσα σε κλειστούς χώρους, η ταινία των σικελών πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών είναι μια κινηματογραφική άσκηση για το χώρο και τις δυναμικές του, για τα ανθρώπινα σώματα και τις εντάσεις της συνύπαρξης .
Ο ομώνυμος του τίτλου χαρακτήρας, ένας νεαρός επαγγελματίας δολοφόνος της σικελικής μαφίας, κατά τη διάρκεια μιας αποστολής του βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νεαρή τυφλή. Η παρουσία της όμως τον θέτει ενώπιον διλημμάτων, όχι μόνο επαγγελματικών ή συναισθηματικών…
Η ταινία δομικά συγκροτείται από τρία ευδιάκριτα μέρη που το καθένα διαδραματίζεται σ’ έναν αντίστοιχο κλειστό χώρο. Το πρώτο -μια συναρπαστική οπτικά και γεμάτη εντάσεις σπουδή για το χώρο- περιγράφει την εξ’ ανάγκης συνύπαρξη της νεαρής γοητευτικής τυφλής κοπέλας (στο ρόλο η Sara Serraiocco) με τον εισβολέα και αναζητούντα τον αδελφό της, δολοφόνο (τον υποδύεται ο Saleh Bakri) : είναι η σχέση κυνηγού- θηράματος που αναπτύσεται στον κλειστό και ημιφωτισμένο χώρο. Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στο πρόσωπο του δολοφόνου, διαδραματίζεται κυρίως στο δωμάτιο που κατοικεί και αφηγείται τη μονήρη ζωή του, την πεζή καθημερινότητα του τις σχέσεις του, τα δεσμά και τις εξαρτήσεις του. Ενώ, το τρίτο μέρος, που συνιστά και την κορύφωση του δράματος, αναπτύσσεται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο -φυλακή για τη νεαρή κοπέλα- και εστιάζει στη σχέση των δύο, τα παρεπόμενα της και τις εντάσεις της.
Η σκηνοθεσία, καταρχήν, σχεδιάζει το πορτραίτο του επαγγελματία δολοφόνου: καδράρει τα κρύα, μπλε μάτια του, το ψυχρό βλέμμα του, την ευσταλή φιγούρα του, το ανελέητο του χαρακτήρα του. Εδώ, έχουμε ένα πρόσωπο που κατάγεται από τις επικράτειες των γουέστερν , αλλά και ένα πρόσωπο που ανήκει στο σύμπαν των ταινίων του  του Jean-Pierre Melville: συναισθηματικά αυτάρκης, ψυχολογικά αυτόνομος, δέσμιος της εικόνας του. Και απέναντι του, τοποθετείται η νεαρή τυφλή κοπέλα: στο πρόσωπό της η απουσία του βλέμματος αντισταθμίζεται από την προσοχή στον ήχο, αλλά και από έναν πλούτο συναισθημάτων. Το ηχητικό περιβάλλον -ιδιαίτερα πλούσιο στο πρώτο μέρος της ταινίας- συγκροτεί από μόνο του έναν εκτός πεδίο χώρο, ένα χώρο (προέκταση του υπάρχοντος) μέσα στον οποίο τα πρόσωπα έρχονται σε (συναισθηματική) επαφή. Μέσα σ’ αυτό οι ήχοι διογκώνονται και τα συναισθήματα μεγεθύνονται. Η σκηνοθεσία εγκολπώνεται, σ’ αυτό το πρώτο μέρος, την «οπτική» ή καλύτερα «ακουστική» της ηρωίδας μέσα σ’ αυτό το ακουστικό σύμπαν χώρο, αναδεικνύοντας τις αγωνίες της.
Όμως είναι ο νεαρός ψυχρός δολοφόνο που εντέλει έρχεται στο κέντρο της δραματικής πλοκής. Μέσα από τη σχέση του με την κοπέλα, όπου η μόνη σωματική επαφή είναι η αφή, τα συναισθήματα θερμαίνονται, και οι τραχύτητες απαλύνονται. Στη σχέση κυνηγού- θηράματος, οι ρόλοι εντέλει δεν είναι εκ των πρότερων σταθεροί  και αμετάβλητοι. Και η τυφλότητα δεν είναι μια μόνιμη και μη αντιστρέψιμη κατάσταση, ούτε μια κατάσταση που αφορά το βλέμμα. Η αποκάλυψη του συναισθηματικού κενού, το έλλειμμα της ψυχής και της καρδιάς του που γίνεται ξαφνικά εμφανές, καλύπτεται από την παρουσία της κοπέλας. Στο τέλος, η τελευταία πράξη του ήρωα, είναι μια πράξη απελευθέρωσης, της ψυχής, της καρδιάς, των σωμάτων. Η αγάπη σώζει...
 
Δημήτρης Μπάμπας