του Bruno Dumont
(η συζήτηση του Bruno Dumont με την Juliette Binoche)
camille-claudel-1915-juliette-binoche.jpg

Bruno Dumont: Το πρότζεκτ αυτό ξεκίνησε από ένα τηλεφώνημα της Ζιλιέτ/ Juliette [Binoche]. Ήμουν στα γυρίσματα του Hors Satan όταν δέχτηκα το τηλεφώνημα της: μου είπε ότι ήθελε να συνεργαστούμε, παρόλο που δεν είχαμε γνωριστεί. Το θεώρησα λίγο παράτολμο από μέρους της και για καιρό αναρωτιόμουν πως θα μπορούσα να την αξιοποιήσω. Μου αρέσει πολύ να δουλεύω με τους ηθοποιούς αλλά δεν ξέρω πάντα πως να τους αξιοποιήσω σωστά.

Juliette Binoche: Βρεθήκαμε με τον Μπρούνο/ Bruno [Dumont], μερικές εβδομάδες μετά το τηλεφώνημα που του έκανα. Εγώ είχα στο μυαλό μου μια ιδέα, αλλά ο ίδιος μου είπε πιο συγκεκριμένα ότι ήθελε να κάνει μια ταινία για την απομόνωση. Για μια γυναίκα που είναι μόνη της, κλεισμένη μέσα σ’ ένα σπίτι.

Bruno Dumont: Εκείνη την περίοδο διάβαζα ένα βιβλίο για την ζωή της Καμίλ Κλοντέλ/ Camille Claudel  κατά την διάρκεια του εγκλεισμού της και σκέφτηκα ότι είχε περίπου την ίδια ηλικία με την Juliette [Binoche]. Τότε γεννήθηκε και ο βασικός πυρήνας, καθώς πέρα από κάποιες ιατρικές σημειώσεις δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για την ζωή της, οπότε η ιδέα ενός σεναρίου που θα γραφόταν από το μηδέν για εκείνη την περίοδο της απομόνωσης, μου φάνηκε πολύ δελεαστική. Μια ταινία λοιπόν για μια γυναίκα που δεν κάνει και πολλά στην ζωή της, ήταν μια σκηνοθετική πρόκληση για μένα.  Έτσι η ιδέα να κινηματογραφήσω τρεις μέρες από την ζωή της Κλοντέλ, εμπεριέχοντας μέσα την εγκατάλειψη και την νεκρική ηρεμία, έγινε μια συνειδητή επιλογή, μέσα από την οποία δεν χρειάστηκε να περιγράψω όλη της την ζωή παρά μόνο τις συγκεκριμένες μέρες. Έφταναν μερικά δευτερόλεπτα για να πω την αλήθεια.

Juliette Binoche: Μου είπε «Αυτή η γυναίκα, δεν κάνει απολύτως τίποτα, είναι εντελώς ουδέτερη» (η λέξη ουδέτερη είναι μια από τις αγαπημένες του). Έτσι λοιπόν θα την ακολουθήσουμε σε αυτό το ταξίδι απραξίας. Για έναν ηθοποιό όμως ακόμα και στην απραξία υπάρχει ένας εσωτερικός κόσμος που πρέπει να βγει προς τα έξω και ανακαλείται σχεδόν αυτόματα, από τυχαία, μικρά γεγονότα. Η Κλοντέλ μπορεί να είναι ήρεμη επιφανειακά, αλλά μέσα της βράζει λόγω της ζωής που της έχει επιβληθεί στο άσυλο.

Bruno Dumont: Η ιδέα ήταν να γυριστεί η ταινία με πραγματικούς ασθενείς που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες και όχι ηθοποιούς. Έτσι λοιπόν έπρεπε να  βρούμε ένα νοσοκομείο όπου το προσωπικό θα συμφωνήσει να συμμετέχουν οι ασθενείς στα γυρίσματα. Όταν συνάντησα το νοσηλευτικό προσωπικό, πέρασα πολλές ώρες μαζί τους, ακούγοντας με προσοχή τις οδηγίες τους. Δεν είχα την έπαρση του σκηνοθέτη που κάνει μια ταινία. Δεν με ενδιέφερε να κατευθύνω τις γυναίκες αυτές για να γίνουν κάτι άλλο πέρα από αυτό που είναι.

Juliette Binoche: Ο βασικός κανόνας που είχαμε από την αρχή ήταν όλοι να με φωνάζουν Καμίλ ώστε να μην υπάρξει κάποιο πρόβλημα κατά την διάρκεια των γυρισμάτων.  Έτσι ήταν πολύ πιο εύκολο και για τους ασθενείς για να μην μπερδεύονται με τα λόγια τους.
camille.jpg
Bruno Dumont: Ήταν εξαιρετική σκέψη να χρησιμοποιήσουμε τις νοσηλεύτριες στην ταινία. Στην αρχή δεν το είχα σκεφτεί και όταν κάποια στιγμή αναρωτιόμασταν τι θα γινόταν αν κάτι πήγαινε στραβά στα γυρίσματα, ο βοηθός μου, ο Κλοντ και εγώ, είπαμε ότι οι νοσηλεύτριες έπρεπε να παίξουν. Και ευτυχώς συμφώνησαν και αυτές και τα πράγματα μπήκαν σε μια ροή. Πιστεύω ότι αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που πήραμε την άδεια από την διεύθυνση του ιδρύματος, γιατί ένιωθαν μια ασφάλεια που το προσωπικό τους θα ήταν εκεί.
Δεν έχουμε καμία εκπαίδευση πάνω στον ιατρικό κλάδο, οπότε η παρουσία τους και οι συμβουλές τους ήταν απαραίτητες. Ήξεραν πώς να χειριστούν τους ασθενείς, οπότε βοήθησαν πολύ με το έργο. Εγώ έπρεπε απλώς να τις εντάξω με τον σωστό τρόπο στην ταινία και τελικά έγιναν χαρακτήρες της ταινίας. Όσο έπαιζαν, δεν χρειάστηκαν ποτέ καμιά οδηγία από εμένα. Εγώ ήμουν εκεί και τραβούσα σκηνές με την κάμερα. Είναι φανταστικό το αποτέλεσμα που μου έδωσαν, κάτι που νομίζω ότι κανένας ηθοποιός δεν θα μπορούσε να μου δώσει.
Όμως οι ασθενείς, η Τζέσικα, η Μύριαμ και η Κριστιάν, είναι αυτές που θα πουν κάτι που ίσως να μην βγάζει νόημα και να μην επιδέχεται κάποιου σχόλιου και θα κάνουν πραγματικά την ανατροπή. Κάθε φορά που θα δώσω σήμα για να ξεκινήσει η λήψη, κάτι αναπάντεχο θα συμβεί, το οποίο είναι ευπρόσδεκτο φυσικά. Για την ακρίβεια είναι αυτό που χρειαζόμαστε ακόμα και σε μια δουλειά όπου τα πάντα είναι προσχεδιασμένα, όπως η σκηνοθεσία. Παρόλα αυτά υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορείς να αφήσεις το αναπάντεχο να συμβεί. Αυτό είναι απαραίτητο για να υπάρξει ένα καλό αποτέλεσμα.
Πιστεύω ότι η ταινία οδηγεί το κοινό μέσα στην πραγματικότητα του εγκλεισμού χωρίς λέξεις, αφού το μόνο που υπάρχει είναι ο πόνος, οι κραυγές, η πλήξη, ο χρόνος που περνά άσκοπα και οι αναλαμπές στην ψυχική κατάσταση των ασθενών που δεν εκφράζονται με λέξεις. Από την άλλη πλευρά όμως έχουμε την Καμίλ και τον Πωλ που έχουν μια εξαιρετική ικανότητα να εκφράζονται και το βλέπουμε μέσα από τα γράμματα της Καμίλ και το βιβλίο του Πωλ. Έχουν την δυνατότητα να μπορούν να φτάσουν στον πυρήνα της ύπαρξης τους και καθώς η ταινία εστιάζει στην ακτίνα των συναισθημάτων που μπορεί να προσεγγίσει η Καμίλ, την βλέπουμε να φτάνει πραγματικά στα όρια της με έναν σχεδόν εξπρεσιονιστικό τρόπο μέσα από τις σκηνές πόνου. Αλλά ακολουθεί το κείμενο. Γιατί το κείμενο υπάρχει στα γράμματα της, οπότε παρόλο που είναι απαραίτητο για την Juliette [Binoche] να σπάσει και να δώσει όλο τον πόνο, πρέπει να κρατήσει και την γραμμή που ορίζουν τα γράμματα της.

Juliette Binoche: Ο Bruno [Dumont] μου έδωσε τα γράμματα, λέγοντας μου ότι πρέπει να τα κάνω δικά μου. Έτσι λοιπόν άρχισα να τα ξαναγράφω με έναν δικό μου τρόπο και του τα έστειλα περιμένοντας μια απάντηση. Δεδομένου ότι δεν είχα κάποιο σενάριο στα χέρια μου, δεν ήξερα πώς να προσεγγίσω την διαδικασία. Μου απάντησε ότι δεν ήταν αυτός ο στόχος και τότε κατάλαβα ότι ήθελε να αυτοσχεδιάσω διατηρώντας όμως μια απόλυτη ακρίβεια σε ότι έκανα.

Bruno Dumont: Δεν μπορώ να τοποθετήσω λόγια στο στόμα της Καμίλ, που δεν έχει πει η ίδια. Επίσης έχω ένα πρόβλημα με τους ηθοποιούς που αποστηθίζουν ένα κείμενο αν και τους καταλαβαίνω γιατί έχουν μάθει να ακολουθούν ένα κείμενο.

Juliette Binoche: Η δυσκολία της ταινίας ήταν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της είναι σιωπηλή και σε μια ή δύο σκηνές έχει πολύ κείμενο, σαν να βγαίνουν πιεσμένες όλες οι λέξεις που δεν λέει η Καμίλ μέσα στην ταινία. Στις πρόβες, ο Bruno Dumont αφαίρεσε το κείμενο και μου ζήτησε να αυτοσχεδιάσω. Δεν μου ήταν εύκολο αλλά ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση!

Bruno Dumont: Δεν χρειάζομαι μια απόλυτα στημένη ηθοποιό. Η Juliette [Binoche] είναι πολύ καλή σε αυτό, παρόλο που κάποιες φορές την αποσταθεροποιεί. Αλλά είναι καλό να έχω μια μη σταθερή ηθοποιό γιατί υποδύεται έναν μη σταθερό χαρακτήρα και έτσι τον ενισχύει. Το κοινό μπορεί να δικαιολογήσει την αδυναμία από έναν χαρακτήρα πολύ ευαίσθητο και βασανισμένο. Ταυτόχρονα η Juliette [Binoche] σχεδόν σπάει από το βάρος ορισμένων δύσκολων σκηνών. Όλα αυτά δημιουργούν πόνο που τροφοδοτούν την Καμίλ σαν ηρωίδα και αυτό με ικανοποιεί απόλυτα.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)