του Ben Wheatley
a-field-in-england.jpg

Μετά τις ταινίες Kill List (2011) και Sightseers (2012), αυτή η τέταρτη ασπρόμαυρη ταινία του βρετανού δημιουργού είναι μια απόδειξη τόσο της σκηνοθετικής του δεινότητας, όσο και της συστηματικής αντίθεσης του απέναντι στον κυρίαρχο ρεαλισμό της βρετανικής σκηνής: Η ταινία συγγενεύει αισθητικά με την ταινία Performance (των Donald Cammell, Nic Roeg) αλλά και με τις υπερρεαλιστικές, στο ύφος, ταινίες του Ken Russell.
Ο χρόνος της δραματικής πλοκής είναι ο εμφύλιος πόλεμος της Αγγλίας, ο δε τόπος ένα χωράφι στις παρυφές των πεδίων μάχης. Τέσσερα πρόσωπα αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το πεδίο μάχης και περιπλανιούνται. Μια απροσδόκητη συνάντηση θα ανατρέψει την πορεία τους: θα συναντηθούν με ένα ιδιόμορφο και εξουσιαστικό αλχημιστή, ο οποίος τους εξαναγκάζει, με την δύναμη της προσωπικότητας του, να τον βοηθήσουν στην αναζήτηση ενός θησαυρού. Τα μανιτάρια με τα οποία θα γευματίσουν θα περιπλέξουν την κατάσταση τους, καθώς θα τους ωθήσουν σε άλλες επικράτειες.
Αν και η ταινία διαδραματίζεται κατά το μεγαλύτερο της μέρος, σ’ ανοικτό χώρο, σ’ ένα χωράφι, ωστόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι μια ταινία κλειστού χώρου, μια ταινία δωματίου. Και, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι οι δραματικές εντάσεις ανάμεσα στα πρόσωπα που -λόγω της εγγύτητας- αποκτούν ιδιαίτερό βάρος, σημασία και ένταση. Πέρα από τα προηγούμενα, στο κέντρο της ταινίας -και μάλλον το raison d'être της - βρίσκεται η σκηνή όπου απεικονίζεται η ψυχεδελική εμπειρία: δυνατή και έντονη στην απεικόνιση της, στα λίγα λεπτά που αυτή διαρκεί ο θεατής έχει την αληθινή αίσθηση μιας παραίσθησης. Ίσως τελικά αυτή η παραισθητική ψυχεδελική εμπειρία να είναι ο θησαυρός που ήταν θαμμένος σ’ αυτό το χωράφι στην Αγγλία….
 
Δημήτρης Μπάμπας