του Lenny Abrahamson
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Από τότε που ξεκίνησα την καριέρα μου στον κινηματογράφο ήθελα να κάνω ταινίες μυθοπλασίας. Στις αρχές έκανα διαφημιστικά αλλά παράλληλα έγραφα και σενάρια. Όμως έχω πλάκα σαν σεναριογράφος, γίνομαι πολύ απαιτητικός και δεν ικανοποιούμαι μ’ αυτά που γράφω. Όταν όμως είδα αυτό που είχε γράψει ο Mark O’Halloran (σ.τ.μ. σεναριογράφος της ταινίας) ενεργοποιήθηκε η φαντασία μου, αισθάνθηκα ότι στιλιστικά μου πηγαίνει και θα μπορούσε να’ ναι η αφετηρία για μια ταινία. Το γεγονός ότι το είχε γράψει κάποιος άλλος με απελευθέρωσε και μπόρεσα να κάνω υποδείξεις. Στο τέλος αποδείχθηκε μια πολύ καλή συνεργασία στο σενάριο. Αισθάνθηκα ότι θα γινόταν κάτι πολύ ιρλανδέζικο στο περιεχόμενο, μια ευρωπαϊκή ταινία κάτι που έτσι και αλλιώς ήθελα να κάνω.
(…) Τα διαφημιστικά είναι ένας πολύ καλός χώρος για εξάσκηση που σου επιτρέπει να εξοικειωθείς με την σκηνοθεσία. Αν και μ’ ενδιαφέρει το σινεμά του δημιουργού, χαίρομαι που είχα αυτή την εκπαίδευση. Η μεγάλη πρόκληση όταν σκηνοθετείς μια ταινία είναι ότι ενδιαφέρεσαι γι’ αυτή, ασχολείσαι μ’ αυτή για χρόνια. Επιπλέον πρέπει να διαχειριστείς μια ιστορία μιάμισης ώρας παρά τριών λεπτών. Και λόγω του χαμηλού προϋπολογισμού έπρεπε πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα να δω την ιστορία από κάθε πιθανή οπτική γωνία.

ΟΙ ΝΑΡΚΟΜΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ
(…) Είναι μια ταινία πάνω σ’ ένα σημαντικό ζήτημα: αν κάνεις μια ειλικρινή ταινία για οποιοδήποτε πρόσωπο τότε όλα τα σημαντικά ζητήματα εμπεριέχονται ήδη σ’ αυτήν. Ωστόσο δεν είναι μια προπαγανδιστική ταινία. Είχαμε συνείδηση του κινδύνου οι χαρακτήρες του Adam και Paul να καταλήξουν ως η καρικατούρα του ναρκομανή. Αυτή δεν είναι μια ταινία που παίζει με τους χαρακτήρες με σκοπό την ψυχαγωγία των θεατών. Νομίζω ότι αυτοί οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες, στο βαθμό που όλοι οι ναρκομανείς παρουσιάζονται ως καρικατούρες, επειδή έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα χρήστη στο δρόμο. Η καρικατούρα εξυπηρετεί κάποιους λόγους.
Σκεφθήκαμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό χωρίς να ωραιοποιήσουμε και να αποστειρώσουμε- δεδομένου ότι το κοινό θα ενδιαφερόταν γι’ αυτούς και θα ταυτιζόταν μαζί τους. Ελπίζω ότι ένα από αυτά που η ταινία καταφέρνει –αν και δεν είναι αυτή η κύρια λειτουργία της- είναι να σε κάνει να αισθανθείς διαφορετικά όταν δεις ένα ζευγάρι χρήστες στο δρόμο. Η γνώμη μου ότι αν πάρεις ένα μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου ή ένα πολιτικό και τους έθισες στην ηρωίνη και τους βγάλεις στο δρόμο χωρίς χρήματα θα κάνουν ότι κάνουν και οι δύο ήρωες ο Adam και ο Paul.

ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
(…) Το σενάριο του Mark (O’Halloran, ο οποίος υποδύεται τον Adam) με έκανε να πω: «Αυτό δεν είναι απλώς ο γκρίζος ρεαλισμός με τα κοντινά πλάνα τσακωμών» -κάτι που δεν μπορώ να αντέξω και που είναι η αρρώστια του Ιρλανδού σινεμά. Είδα ότι ήταν ως σενάριο ήταν εξαιρετικό στο να αποδίδει τον ρυθμό του πως μιλούν οι άνθρωποι –δημιουργεί μουσική απ’ αυτό.
Οι σκηνές έχουν μια κομψή μορφή ως να εμπεριέχουν μέσα τους κάποιο αυτόματο μηχανισμό. Ορισμένες φορές κάνουμε να βγουν απ’ αυτές κινήσεις και καταστάσεις που θυμίζουν τη κλασσική βουβή κωμωδία. Αυτό που ήθελα να κάνω είναι να απομακρύνω ότι δεν ταίριαζε μ’ αυτή τη κατεύθυνση και να σιγουρευτώ ότι η ταινία θα ήταν ομοιόμορφη. Αυτό έκανα επιμελούμενος το σενάριο.

ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΑΦΕΛΕΙΑ
Επίσης ήθελα να το κινηματογραφήσω μ’ ένα πολύ αργό τρόπο. Ξέρετε τον Aki Kaurismaki; Έχει σκηνοθετήσει την ταινία Leningrad Cowboys Go America. Υπάρχει μια αφέλεια στο τρόπο που έκανε την ταινία –ως ταινία όμως δεν είναι καθόλου αφελής. Είναι δύσκολο να το επιτύχεις αυτό, όμως το στυλ διαλόγων του Mark επέτρεψε αυτό να φθάσει στο κοινό.
(…) Όταν κινηματογραφούσαμε στο Δουβλίνο. Είχαμε ως κανόνα να μην κάνουμε ένα πλάνο από σημείο της πόλης που είχαμε ήδη δει σε κάποια ταινία. Οι άνθρωποι αποκτούν οπτικές συνήθειες όπως κάθε άλλη συνήθεια –και η συνήθεια είναι απονέκρωση. Προσπαθήσαμε να κινηματογραφήσουμε όψεις της πόλης, εκεί που ποτέ κανείς δεν θα περίμενε να δει.

ΧΟΝΔΡΟΣ, ΛΙΓΝΟΣ ΚΑΙ Ο BECKETT
Στόχος μου ήταν να κάνω μια εκδοχή του Beckett χαμηλού επιπέδου. Υπάρχει μια σχέση συνέχειας μεταξύ Beckett και Laurel και Hardy (σ.τ.μ. Χονδρός και Λιγνός διάσημο δίδυμο κωμικών), εμείς απλώς συνεχίσαμε σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ορισμένες φορές είχαμε μια εικόνα γυμνή, ήσυχη και σκοτεινή και άλλοτε υπήρχε κάτι τρελό όπως στις ταινίες του Stan (Laurel)και Ollie (Hardy). Αυτός ήταν ο κεντρικός άξονας της ταινίας.
(…) Η ταινία αγαπά τους χαρακτήρες και πραγματικά ενδιαφερόμαστε για αυτούς. Προσπαθήσαμε να κινηθούμε όσο το δυνατό περισσότερο προς αυτή τη κατεύθυνση. Υπάρχει μια σκηνή για την οποία με ρωτούν πολλοί: αυτή όπου κοροϊδεύουν το παιδί με το σύνδρομο «Down». Αισθάνθηκα ότι δεδομένου του ύφους που κινηματογραφήσαμε την ταινία Adam και Paul δεν θα ταίριαζε. Όμως θέλαμε να δείξουμε τι ήταν ικανοί να κάνουν: να κοροϊδεύουν τον αδύναμο. Βρήκα ότι η σκηνή είναι πολύ συγκινητική και λυπήθηκα και για τους τρεις τους. Δεν θα λέγαμε όλη την αλήθεια αν δεν την συμπεριλαμβάναμε και αυτή στη ταινία.

Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΡΟΛΩΝ
(…) Οι χαρακτήρες ήταν απόλυτα μορφοποιημένοι στο μυαλό του Mark. Ζούσε στη οδό Parnelle παρατηρώντας τα «πάνω –κάτω», τις βόλτες των χρηστών του δρόμου, τούς έβλεπε να τσακώνονται σε αργή κίνηση και να λογομαχούν. Υποθέσαμε από την αρχή ότι θα μπορούσε να παίξει τον Paul, τον αδύνατο και αναζητούσαμε ηθοποιό για τον ρόλο του Adam. Κάναμε ακρόαση του Tom Murphy για τον ρόλο του Adam και δέκα λεπτά αργότερα τους ζήτησα να αλλάξουν ρόλους. Ο Tom ήταν υπέροχος στον ρόλο του Paul τόσο που έκανε τα πάντα να περιστρέφονται γύρω του. Ο Mark είναι πολύ ευγενικός, ένας τύπος διαλλακτικός, έτσι αρχικά σκεφθήκαμε για άλλο στο ρόλο του Adam. Όμως ταίριαξαν οι δύο τους υπέροχα.

(δηλώσεις στη ηλεκτρονική τοποθεσία www.Eventguide.Ie).