της Margarethe von Trotta
hannahar.jpg

Επικεντρωμένη σε μια κομβική περίοδο της ζωής της γερμανο-εβραίας φιλοσόφου Hannah Arendt, η ταινία αναδεικνύει τις κρυφές, αντιφατικές και προκλητικές όψεις του φιλοσοφικού στοχασμού.
Η Hannah Arendt/ Χάνα Άρεντ (1906 - 1975), πνεύμα ανήσυχο και αιρετικό, υπήρξε μια εμβληματική φιλόσοφος του 20ου αιώνα: το έργο της σημαδεύτηκε από τη ναζιστική θηριωδία και επικεντρώνεται στα ζητήματα της βίας, του ολοκληρωτισμού, της φύσης του Κακού.
Η συμβατική στη σχεδίαση των χαρακτήρων, τη δραματική πλοκή και τους αφηγηματικούς της τρόπους, ταινία εστιάζει στα σχετικά με τη δίκη του ναζί εγκληματία Adolf Eichmann, το 1961, και στη δημοσιογραφική κάλυψη της από την Hannah Arendt (για λογαριασμό του περιοδικού New Yorker) και στο τι αυτή προκάλεσε. Αποτέλεσμα των προηγούμενων ήταν το βιβλίο της, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ- Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (Νησίδες, 2009).
Η σκηνοθεσία δημιουργεί μια πινακοθήκη χαρακτήρων, που όλοι τους κινούνται γύρω από την κεντρική ηρωίδα (στο ρόλο η Barbara Sukowa), περιγράφοντας τις περίπλοκες και αντισυμβατικές της σχέσεις τόσο με το στενό φιλικό της περιβάλλον, όσο και με το ακαδημαϊκό. Αφηγείται τα της δίκης του Eichmann, και επικεντρώνεται στα ζητήματα που εξ’ αιτίας της ανεδείχθησαν: τα σχετικά με την εβραϊκότητα της ηρωίδας, και την άποψη της για τις ευθύνες των ηγεσιών των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ευρώπη. Αλλά κυρίως στην απάντηση που έδωσε η Hannah Arendt στο ερώτημα που ταλάνιζε τον τότε μεταπολεμικό κόσμο:  «Ποία είναι η αληθινή φύση του Κακού;» Η απάντηση της μπορεί να συνοψιστεί στην φράση: «Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροι δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί».
Κεντρικό στοιχείο στην ροή της αφήγησης είναι τα ένθετα φλασ-μπακ, που περιγράφουν τον θυελλώδη νεανικό έρωτα της Hannah Arendt με τον καθηγητή της στην Γερμανία, και κατηγορούμενο για συνεργασία με τους ναζί, Martin Heidegger. Υπό της σκιά αυτής της σχέσης, διαμορφώνεται η αιρετική και αντισυμβατική της οπτική, ο φιλοσοφικός της στοχασμός και η στάση της απέναντι στην πραγματικότητα.
Ό, τι λοιπόν αναδεικνύεται στο τέλος της ταινίας, είναι η αντίληψη ότι η φιλοσοφική σκέψη οφείλει να αδιαφορεί για την περιρρέουσα αντίληψη, ότι οφείλει πρωτίστως να αναζητά και όχι να επαναλαμβάνει: δηλαδή ο φιλόσοφος ως ένας «agent provocateur» …

Δημήτρης Μπάμπας