του Olivier Zuchuat
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
commedes.jpg

Οι ποιητές συνήθως γράφουν για να υμνήσουν τη φύση, να εκφράσουν ερωτικά αισθήματα ή ακόμα την οδύνη της ύπαρξης. Σπάνιοι είναι εκείνοι που δημιούργησαν ποιητικό έργο πίσω από συρματοπλέγματα, κάτω από βασανιστήρια. Οι ποιητές της Μακρονήσου έκαναν να αναδυθεί από τα κείμενά τους μια φωνή αντίστασης, ένας πίδακας ζωτικής δύναμης. Τα ποιητικά χρονικά της ζωής των πολιτικών εξόριστων πάνω στο νησί αφηγούνται τον τρόμο και την επιβίωση μέσα σε αυτό το βάρβαρο εργαστήριο που στόχο είχε τον «πνευματικό επαναπρογραμματισμό» των αντιστεκόμενων κομμουνιστών.
Όταν, κατά λογοτεχνική τύχη, διάβασα τα ποιήματα αυτά, «είδα» εικόνες ενός φρικτού παρελθόντος, τις οποίες θέλησα να φέρω αντιμέτωπες με εικόνες του παρόντος: αυτές των ερειπίων των στρατοπέδων της Μακρονήσου. Θέλησα να ψάξω στους σωρούς από πέτρα και σκυρόδεμα για αποτυπώματα των όσων συνέβησαν, να τα αντιπαραθέσω στα ουρλιαχτά των μεγαφώνων που μετέδιδαν εθνικιστικά συνθήματα, να τα τοποθετήσω δίπλα στις φωτογραφίες των εξόριστων. Μια ταινία μνήμης που μάχεται ενάντια στη λήθη, σήμερα που αποτρόπαιες εθνικιστικές εξάρσεις αναδύονται ξανά στην Ελλάδα…
Τα ποιητικά αυτά κείμενα που γράφτηκαν πίσω από τα συρματοπλέγματα της απομόνωσης παραβάλλονται με τις εικόνες ερειπίων που «επιβιώνουν» στο νησί. Κινηματογραφημένες συμμετρικά σε πλάνα τράβελινγκ και πανοραμίκ 360°, αυτές οι εικόνες ερειπίων ξετυλίγουν ένα χώρο που υπνωτίζει και επιχειρεί να θέσει σε λειτουργία τη φαντασία, μεταξύ παρουσίας και απουσίας, μνήμης και λήθης. Η σύζευξη ανάμεσα στην ακρόαση της ποίησης και τη σχεδόν «παράλογη» κινηματογραφική προσοχή που δίνεται στα πέτρινα ερείπια επιδιώκει να ξυπνήσει τα αποτυπώματα της Ιστορίας που «εμπεριέχονται» στις πέτρες.
Αυτό το πεδίο εικόνας και λογοτεχνίας αποτελεί τον πυρήνα αυτού του κινηματογραφικού δοκίμιου. Παράλληλα, τα γραπτά της εθνικιστικής βασιλόφρονης προπαγάνδας που εξυμνούσε τις αρετές του «εργαστηρίου της Μακρονήσου» έρχονται να αντιπαρατεθούν στα ποιήματα των «αμετανόητων» εξόριστων. Μεταξύ αμετανόητης ποίησης και ακροδεξιάς προπαγάνδας διεξάγεται επί της οθόνης ένα είδος λογοτεχνικού και φωτογραφικού «Ψυχρού Πολέμου» που διαδραματίζεται στην περιορισμένη έκταση της Μακρονήσου.
Τέλος, μια φωνή απευθύνεται στους αμετανόητους στο δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού, ιχνογραφώντας, ανακαλώντας, διερευνώντας την ιστορική μοναδικότητα των στρατοπέδων της Μακρονήσου. Εξήντα και περισσότερα χρόνια μετά από τα γεγονότα αυτά, η φωνή αυτή – τροφοδοτημένη από τις πολυάριθμες μαρτυρίες των επιζώντων της Μακρονήσου – ρωτά για το μοναδικό αυτό γεγονός στην ιστορία του 20ού αιώνα, σκιαγραφεί την επίμονη αντίσταση στα βασανιστήρια, διερωτάται για τη δύναμη της ουτοπίας... Σε αντίστιξη, τα ποιήματα που επιτρέπουν να ακουστεί το «βίωμα του εγκλεισμού» στη Μακρόνησο έρχονται ως απαντήσεις σε αυτό το κείμενο, το οποίο περισσότερο θέτει ερωτήματα παρά πληροφορεί.

 (πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)