(Λιουμπλιάνα)
του Igor Sterk

Το πορτραίτο μίας νεολαίας, σε μία πόλη του σήμερα, επιχειρεί να σχεδιάσει ο σκηνοθέτης.
Λιουμπλιάνα, σήμερα. 5 νέοι -φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι-, ζουν τη ζωή της πόλης. Συναντήσεις σε μπαρ, φλερτ στα λεωφορεία, χορός στα κλαμπ. Οι διαδρομές πολλές και σε διαφορετική κατεύθυνση: άλλοτε αποκλίνουσες και άλλοτε συγκλίνουσες. Πρόσωπο που ξεχωρίζει απ’ αυτή την ομάδα των νέων, ένας φοιτητής της ιατρικής, ο Mare. Αβέβαιος για το μέλλον του, αναποφάσιστος για τις κινήσεις του στη ζωή, ο Mare περιπλανιέται, χωρίς σκοπό, στην πόλη. Χωρίς φίλη, διστακτικός στο να προσεγγίσει τις γυναίκες που τον γοητεύουν, αναζητά μέσα στην ένταση του χορού και τις περιστασιακές σχέσεις ένα αντίβαρο για το συναισθηματικό του κενό. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τον Mare (αλλά και τα άλλα 4 πρόσωπα) μπροστά στις αποφάσεις μίας ζωής, τούς τοποθετεί στο σταυροδρόμι της ενηλικίωσης. Το ποίο δρόμο θα πάρουν είναι δική τους απόφαση.
Σχεδιάζοντας μία αφήγηση, που αποτελείται από μικρά περιστατικά από τη ζωή των ηρώων, και γεμάτη χάσματα και κενά, ο σκηνοθέτης αποφεύγει τις συναισθηματικές υπερβολές και κορυφώσεις. Χωρίς να εγκολπώνεται τη στάση ζωής τους, αποφεύγοντας τις ηθικολογίες, περιγράφει τους όρους και τις συνθήκες ζωής (την οικογένεια, τις σχέσεις, τα όνειρα, τις απογοητεύσεις του). Αυτά τα πρόσωπα σημαδεύονται από τη μοναξιά: μέσα στο πολύχρωμο κόσμο της techno μουσικής, η μοναξιά σκοτεινιάζει τη ψυχή τους. Οι σκιές της νύχτας σημαδεύουν τα πρόσωπά τους και τα δάκρια που κυλούν στο πρόσωπο τους ανακατεύονται με τον ιδρώτα του χορού.
Ένα ερώτημα θέτει ο σκηνοθέτης: Γιατί αυτοκτόνησε ο νεαρός στην αρχή της ταινίας; Στο τέλος η απάντηση μπορεί να δοθεί πολύ εύκολα από τον θεατή.
Ο Igor Sterk, γράφει “σημειώσεις για την παραγωγή” της ταινίας Λιουμπλιάνα/ Ljubljana: «Επιστρέψτε μου να θυμηθώ τα λόγια του John Berger, τα οποία θα μπορούσαν με το καλύτερο τρόπο να εκφράσουν την αφηγηματική στρατηγική της ταινίας: η αφήγηση μίας ιστορίας δεν θα έπρεπε να είναι παρόμοια με την κίνηση ενός ποδηλάτου, το οποίο είναι σε συνεχή επαφή με το έδαφος. Η αφήγηση πρέπει να βαδίζει όπως προχωρά ένας άνθρωπος ή ένα ζώο, σε κάθε βήμα κάτι να μένει ανείπωτο. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η ουσία του σασπένς- όχι τόσο στο μυστήριο του τέλους όσο στο μυστήριο των κενών διαστημάτων ανάμεσα σε κάθε βήμα προς το τέλος».
Δ.Μ.

Igor Sterk (Σλοβενία, 1968). Σπούδασε σκηνοθεσία. Στη ταινία του Ljubljana τοποθετεί στο κέντρο την «καταραμένη» rave γενιά. Ιστορίες για νέους που προσπαθούν να βρουν ένα νόημα στα ολονύκτια πάρτι, στη house μουσική, στα ecstasy.
«Η Σλοβενία έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών στη Ευρώπη. Περισσότεροι άνθρωποι αυτοκτονούν παρά χάνουν την ζωή τους σε αυτοκινητικά δυστυχήματα». Η μελαγχολία και η μοναξιά σκιάζουν τις ψυχές των νεαρών ηρώων της ταινίας. Πέρα απ’ ένα πορτραίτο μιας γενιάς που ψάχνει τους δρόμους της ενηλικίωσης, η ταινία έχει και την αξία ενός ντοκουμέντου: είναι μια περιπλάνηση στην rave σκηνή της Σλοβενίας, μιας χώρας που πριν λίγα χρόνια ήταν κομμουνιστική.
Για να περιγράψει την αφήγηση της ταινίας χρησιμοποιεί τα λόγια του John Berger «Η ουσία του σασπένς δεν βρίσκεται τόσο μυστήριο του τέλους αλλά στο μυστήριο που υπάρχει ανάμεσα στα κενά διαστήματα, καθώς προχωράμε προς τον τέλος».
[Data: http://www.FilmFestivalRotterdam.com]

Igor Sterk: Η rave και η μοναξιά
(τα σχόλια του σκηνοθέτη)

Η μοναξιά των πέντε κεντρικών προσώπων στην ταινία Λιουμπλιάνα/ Ljubljana είναι ένα από τα κομβικά σημεία της ταινίας. Όλοι περνούν σημαντικές φάσεις στη ζωή τους. Ζουν στο κενό και όλα μπορούν να διαλυθούν στις κρίσιμες στιγμές. Η ταινία αντανακλά αυτές τις κρίσιμες στιγμές στη ζωή, όταν θα πρέπει να αποφασίσεις για το μέλλον σου.
(…) Η Σλοβενία έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών στην Ευρώπη. Οι αυτόχειρες είναι περισσότεροι από τους νεκρούς των αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων. Η αυτοκτονία στην αρχική σκηνή της ταινίας είναι ένδειξη για το τι πρόκειται να περάσει ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Mare, κατά τη διάρκεια των 71 λεπτών που διαρκεί η ταινία. Στο τέλος αποδέχεται την απόφαση αυτού του χαρακτήρα (στις αρχές της ταινίας), δηλαδή να τελειώσει τη ζωή του. Ο Mare δεν είναι ευτυχισμένος με την κατεύθυνση που παίρνει η ζωή του. Δεν έχει κάποιο δεσμό με τον πατέρα του, δεν έχει φίλη, ενδίδει στο πειρασμό του ναρκωτικού ecstasy και βλέπει συνέχεια τηλεόραση όλη μέρα: αυτό είναι ο μόνος σύνδεσμος του με τη ζωή. Η σκηνή με το video clip της Kyle Minogue, όταν ο Mare ακουμπά με το χέρι του την οθόνη, δείχνει, κατά κάποιο τρόπο, το πως αισθάνεται.
(…)Η rave σκηνή είναι κάτι που ανήκει σ’ αυτή τη γενιά. Η ταινία είναι ένας συνδυασμός από στοιχεία μίας ενηλικίωσης και από στοιχεία της house σκηνής. Όταν παίρνεις ecstasy εισέρχεσαι σ’ ένα τεχνητό παράδεισο. Κατά κάποιο τρόπο είναι αστείο, γιατί είναι μία έξοδος από την πραγματική ζωή. Στη σκηνή, πριν την Love Parade στο Βερολίνο, βλέπουμε τους πέντε κεντρικούς χαρακτήρες μόνους τη νύχτα. Αυτό το πλάνο αποκαλύπτει κάποια σημεία του παζλ. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, σταδιακά, αποκαλύπτεται η απάντηση στο ερώτημα γιατί ο άνθρωπος στη στέγη αυτοκτόνησε. Μετά βλέπουμε χιλιάδες ανθρώπους να χορεύουν στους δρόμους του Βερολίνου. Αυτή η σκηνή δημιουργεί μία αντίθεση με τη μοναξιά και αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να κινηματογραφήσω την Love Parade.
(…) Το να παίρνεις ecstasy είναι σαν να κάνεις μία αναγκαστική έξοδο. Είναι ο τέλειος συνδυασμός, μαζί με την απομόνωση των ηρώων, για να κάνεις μία ταινία για τις δυσκολίες της ενηλικίωσης.

(δηλώσεις του Igor Sterk, σκηνοθέτης της ταινίας Λιουμπλιάνα/ Ljubljana, στην εφημερίδα του φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας)