του Andrzej Wajda
kanal.jpg

Η ιστορία βασίζεται στην ηρωική εξέγερση της Βαρσοβίας ενάντια στους γερμανούς κατακτητές, στην οποία πήραν μέρος δεκάδες χιλιάδες πολωνών πατριωτών, το Σεπτέμβριο του 1944, η πλειοψηφία των οποίων εξοντώθηκε. Η ταινία καταγράφει τις τελευταίες αγωνιώδεις ώρες μιας ομάδας αντιστασιακών, που καταφεύγει στους υπόνομους της πόλης, προσπαθώντας να περάσει κάτω από τον ασφυκτικό κλοιό των γερμανών που τους έχουν παγιδέψει. Χαμένοι μέσα στο δαίδαλο των υπονόμων, που μοιάζουν να μην οδηγούν στον πάνω κόσμο, πιασμένοι σαν τα ποντίκια στην φάκα, κουρασμένοι και απελπισμένοι, βυθισμένοι (κυριολεκτικά) στον πάτο μια επίγειας κόλασης, διαλυμένοι ψυχικά και σωματικά, από τον άνισο αγώνα που δίνουν, σκέφτονται πως ο θάνατος ίσως να είναι η μόνη λύση…
Το Κανάλ/ Kanal, δεύτερη ταινία του Αντρέι Βάιντα/ Andrzej Wajda και δεύτερο μέρος μιας από τις καλύτερες αντιπολεμικές τριλογίες που έχουν γυριστεί ποτέ, είναι μια συγκλονιστική ελεγεία της φρίκης και του τρόμου του πολέμου. Ο σεναριογράφος Γιέρζυ Στεφάν Σταβίνσκυ, που είχε πάρει μέρος στην εξέγερση, αποδίδει με ιστορική ακρίβεια και ειλικρίνεια τα γεγονότα, ενώ ο Βάιντα κινηματογραφεί αυτήν την κάθοδο στον κάτω κόσμο, με πρωτόγνωρη σκηνοθετική ορμή και σε εξπρεσιονιστικούς τόνους- σε όλες τις αποχρώσεις του μαύρου. Θα πρέπει ακόμα να σημειώσουμε, ότι η επίσημη προπαγάνδα, αμέσως μετά τον πόλεμο, είχε καλύψει μ’ ένα πέπλο σιγής τα περιστατικά και τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε η εξέγερση, καθώς τα σοβιετικά στρατεύματα (που βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού Βιστούλα), καθυστέρησαν αδικαιολόγητα να φτάσουν και να τους σώσουν* γι’ αυτό και η ταινία ενόχλησε αλλά «πέρασε» και μάλιστα υπήρξε η πρώτη ταινία της πολωνικής σχολής που κέρδισε μεγάλο βραβείο στις Κάνες, επιβάλλοντας διεθνώς τον 30χρονο σκηνοθέτη της.
Γράφει σχετικά ο Ερίκ Ρομέρ σε ρόλο κινηματογραφικού κριτικού (ακόμα), στο περιοδικό Arts «…αυτός ο υπόγειος και δυσώδης λαβύρινθος, αυτό το ύδωρ της Στυγός, δεν έχει την ανάγκη του λόγου για να τονώσει την ευγλωττία του, όταν μέσα από την «πτήση» ενός εξαίσιου τράβελινγκ προς τα μπρος, ανακαλύπτουμε στην άκρη της δύσοσμης νύχτας και πίσω από τα αδιαπέραστα σιδερένια κάγκελα, τα θολά νερά του Βιστούλα, που ωστόσο φαντάζουν τόσο λαμπερά στα μάτια των φυγάδων…»

(δελτίο τύπου Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης)