(Το άλογο του Τορίνο)
του Bela Tarr
torino2.jpg
«Τορίνο, 3 Ιανουαρίου 1889: ο Φρίντριχ Νίτσε βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού που διαμένει, στην Οδό Κάρλο Άλμπερτ 6. Όχι μακριά από αυτόν, ο οδηγός ενός δίτροχου κάρου έχει πρόβλημα με το πεισματάρικο άλογό του. Όσο κι αν το τσιγκλά, το άλογο αρνείται να κουνηθεί και τότε ο οδηγός χάνει την υπομονή του και αρχίζει να το μαστιγώνει. Ο Νίτσε μπαίνει στη μέση με φούρια για να δώσει τέλος σε αυτή τη βίαιη σκηνή, αγκαλιάζοντας το λαιμό του αλόγου, και κλαίγοντας. Ο σπιτονοικοκύρης του τον παίρνει μέσα στο σπίτι, τον βάζει να ξαπλώσει ακίνητο και σιωπηλό για δύο μέρες, μέχρι που ο Νίτσε θα μουρμουρίσει τα απαραίτητα τελευταία του λόγια και θα ζήσει για ακόμα 10 χρόνια, βουβός και παράφρων, με τη φροντίδα της μητέρας του και των αδελφών του. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε το άλογο.»
Αυτά είναι τα εισαγωγικά λόγια του Bela Tarr (Μπέλα Ταρ) στην αρχή της ταινίας, που πιάνει την αφήγηση αμέσως μετά από αυτά τα γεγονότα και αποτελεί μια συγκλονιστική περιγραφή της δύσκολης ζωής του οδηγού του κάρου, της κόρης του και του αλόγου. Και μας δείχνει πως τρία απλά πράγματα, ένας αγρότης, μια κόρη και ένα γέρικο και κουρασμένο άλογο, μπορούν να συνθέτουν μια τραγική ιστορία…
Και αυτή η δουλειά του επίσης παραπέμπει στο «ανα-μοντερνιστικό κινηματογράφο» του Bela Tarr, που αναζητά να συλλάβει το ρυθμό της ζωής σε πραγματικό χρόνο και να δημιουργήσει έντονη συναίσθηση του παρόντος. Η λιτότητα της ταινίας εδώ φτάνει στο έπακρο, για να τονίσει την αίσθηση του θανάτου, τη μοναξιά, την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από τη ζωή δύο απλών ανθρώπων που ο σισύφειος αγώνας τους για επιβίωση συνδέεται με την σκληρή και πεζή ρουτίνα της καθημερινότητας. Ο Bela Tarr αφήνει έτσι ως παρακαταθήκη στην ιστορία του σινεμά, μια ταινία-εμπειρία της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης κατάστασης, όπως την περιγράφουν από την αρχή του κόσμου οι ποιητές και οι συγγραφείς.
torino1.jpgO Bela Tarr σημειώνει σχετικά: «Η ταινία μας, ακολουθεί το εξής ερώτημα: "Τι απέγινε στ’ αλήθεια στο άλογο;" Ο Όλσντορφερ, ο αμαξάς, και η κόρη του ζουν σε ένα υποστατικό. Συντηρούνται με πολύ σκληρή δουλειά: η μόνη πηγή εισοδήματος που έχουνε είναι το άλογο και η άμαξα- αυτό είναι το μόνο που έχουν για να πορεύονται. Ο πατέρας αναλαμβάνει διάφορες μεταφορές ως αμαξάς και η κόρη του φροντίζει το σπίτι. Ζούνε μια πολύ φτωχική και απίστευτα μονότονη ζωή. Οι κινήσεις που κάνουν, οι αλλαγές των εποχών και οι διάφορες ώρες της μέρας είναι που υπαγορεύουν τον ρυθμό και τη ρουτίνα που τους έχει επιβληθεί τόσο σκληρά.
Η ταινία δείχνει τη θνητή φύση των όντων, με αυτόν τον βαθύ πόνο που όλοι εμείς, που είμαστε όλοι καταδικασμένοι να πεθάνουμε, νιώθουμε μέσα μας.»

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)