(Tα σύνορα της αυγής)
του Philippe Garrel
fronti1.jpg
Η Καρόλ μια διάσημη ηθοποιός ζει μόνη στο Παρίσι αφού ο σύζυγός της μένει τον περισσότερο καιρό λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων στο Χόλιγουντ. Στα πλαίσια μιας φωτογράφησης γνωρίζεται με τον Φρανσουά, έναν νεαρό καλλιτέχνη, με τον οποίο σύντομα η έλξη που αναπτύσσεται μεταξύ τους θα οδηγήσει σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Όταν εμφανίζεται απρόσμενα ο σύζυγος της Καρόλ για λίγες ημέρες, οι δύο εραστές αναγκάζονται να διακόψουν απότομα. Ο Φρανσουά αποφασίζει να αφήσει οριστικά την Καρόλ και παρά τις εκκλήσεις της να ξαναβρεθούν, εκείνος μένει σταθερός στην απόφασή του.
Δύο χρόνια αργότερα και ενώ ετοιμάζεται να παντρευτεί με τη νέα του σύντροφο Ιβ, θα βιώσει μια εμπειρία που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το παρελθόν του ...

O Philippe Garrel γεννήθηκε στο Παρίσι το 1948. Σε ηλικία δεκατριών χρονών γυρίζει την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, Une plume pour Carole, την οποία καταστρέφει αμέσως μετά. Το 1964 κάνει μια καινούργια αρχή με το φιλμ Les Enfants desaccordes, το οποίο ακολουθούν και πολλές άλλες μικρού μήκους δουλειές. Ήδη από την πρώτη του δημιουργία, αυτός ο Βενιαμίν της Νουβέλ Βαγκ τραβάει την προσοχή των κριτικών και μέσα σε λίγες ταινίες θα επιβάλει το προσωπικό του σύμπαν με έναν αμίμητο τόνο και ένα ύφος που διατηρήθηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος ενός έργου που διακρίνεται από μια συνέχεια. Οπαδός της πρώτης λήψης, ερωτευμένος με το ασπρόμαυρο φιλμ, ο Philippe Garrel δίνει στις ταινίες του ποιητικούς και μυστηριώδεις τίτλους όπως Le Vent de la nuit, με πρωταγωνίστρια την Catherine Deneuve. Το 1982 κερδίζει το βραβείο Jean-Vigo για το φιλμ L’Enfant secret ενώ το 1991 κερδίζει το πρώτο του Αργυρό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας για τη δημιουργία του J’entends plus la guitare. Το 2005 επιβραβεύεται με ένα ακόμα Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας για την ταινία Les Amants reguliers, μια γεμάτη ευαισθησία αναφορά στον Μάη του ’68, όπου εμπιστεύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον γιο του, τον Louis Garrel, τον οποίο ξανασυναντά για δεύτερη φορά στο φιλμ Tα σύνορα της αυγής.
fronti2.jpg
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Philippe Garrel, σε μια συνέντευξή του στις σημειώσεις για την παραγωγή, δηλώνει σχετικά με την ταινία του: "Είμαι ρασιοναλιστής, όμως θεωρώ ότι το υπερφυσικό είναι ένα πλούσιο κοίτασμα στο χώρο του σινεμά -αν όμως χρησιμοποιηθεί με τον τρόπο που το χρησιμοποιούσαν οι υπερεαλιστές. Το υπερφυσικό είναι χρήσιμο γιατί κάνει την τέχνη να ανθίσει και να αναπτυχθεί. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω ειδικά ψηφιακά εφέ. Προτιμώ τα ειδικά εφέ όπως αυτά που ήταν στις ταινίες του Jean Cocteau.
(...) [Χρησιμοποίησα το ασπρόμαυρο] Λόγω των φαντασμάτων στην ταινία! Δεν μπορούσα να κάνω αυτήν την ταινία σε έγχρωμο. Το ασπρόμαυρο σε βάζει με μεγαλύτερη ευκολία σ' ένα φανταστικό κόσμο. Μ' αυτό είμαστε πιο "ανοιχτοί" στην ιδέα ότι κάποιος εμφανίζεται στον καθρέφτη. Δεν χρησιμοποιώ το ασπρόμαυρο από καπρίτσιο και ιδιοτροπία.
(...)Το σινεμά είναι καλό εφόσον η υποκριτική των ηθοποιών είναι καλή -κάτι που σημαίνει καλή διεύθυνση ηθοποιών. Αυτή είναι η καρδιά των πάντων. Αν μια σκηνή δεν λειτουργεί, αν μια ταινία δεν πείθει είναι γιατί οι ηθοποιοί είναι κακοί, ή γιατί υπήρχε κακή ατμόσφαιρα στα γυρίσματα. Από το 1995, ξεκίνησα να κάνω μια δουλειά που εξαρχής με συγκινούσε: "να διδάσκω υποκριτική" .
(...)Στην διάρκεια μιας διάλεξης στο IDHEC (κινηματογραφική σχολή στο Παρίσι), ο Robert Bresson είπε ότι κάθε φορά που διαλέγει κάποιον να υποδυθεί ένα ρόλο, δουλεύει μαζί του κάθε μέρα για τρεις μήνες! Όταν δούλεψα με τον Mehdi Belhaj Kacem (συγγραφέας, έπαιξε στην ταινίας Sauvage Innocence (2001), Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ Βενετίας), έκανα το ίδιο σαν να ήταν κάποιος από τους σπουδαστές μου."