(Συνήθεις εραστές)
του Philippe Garrel
amantes1.jpg

Η ταινία του Philippe Garrel είναι μια σπουδή πάνω στον έρωτα, το ερωτικό πάθος και τις πολιτικές επιπτώσεις του Μάη του '68.
Είναι ο Μάης του ΄68 στο Παρίσι, και εκατοντάδες χιλιάδες νέοι διαδηλώνουν στους δρόμους της πόλης ζητώντας να ανατρέψουν την καθεστηκύια τάξη και παράλληλα να αποδράσουν από την ανία της καθημερινότητάς τους. Ο Francois μόλις έκλεισε τα 20 και, όπως οι υπόλοιποι συνομήλικοί του, δεν έχει τίποτα να χάσει. Στη διάρκεια μιας οδομαχίας, ο Francois και η Lilie συναντιούνται και ερωτεύονται. Ο πόθος τους για επανάσταση είναι μεγάλος. Ακόμα πιο έντονος, όμως, είναι ο έρωτας που γεννιέται ανάμεσα τους.
amantes2.jpgΗ ταινία κέρδισε το Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας και το βραβείο Osella Καλύτερης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Βενετίας 2005, καθώς και το βραβείο Cesar καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού για τον Louis Garrel, γιο του σκηνοθέτη και επιπλέον πρωταγωνιστή στην πάρομοιας θεματολογίας ταινία Dreamers του Bernardo Bertolucci. Η ταινία Les amantes reguliers θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα σχόλιο ή μάλλον μια απάντηση του Garrel στον φίλο του Bertolucci κα στην ταινία του Dreamers .
Ο Le Nouvel Observateur σημειώνει για την ταινία: «Ο Garrel επιτυγχάνει εδώ το πιο απίθανο στοίχημα που φωτίζει με τον ίδιο τρόπο το παρελθόν, τον χρόνο που δεν άφησε τίποτα πίσω του, και παρ' όλα αυτά είναι εδώ χωρίς νοσταλγία, χωρίς οίκτο αλλά αντιθέτως, με μία ελαφριά διάθεση, χιούμορ και απόσταση». Ενώ η L' Humanite σε μια κριτική υπογραμμίζει: «Είναι η πιο ρομαντική ιστορία, είναι μία ταινία σημερινή και μίας ολόκληρης γενιάς με τις εξάρσεις και τις υποτροπές της...Τίποτα δεν είναι πραγματικό, όλα είναι όμως σωστά».
Ο Philippe Garrel γεννήθηκε το 1948 στο Παρίσι. Είναι γιος του κωμικού ηθοποιού Maurice Garrel. Στα 13 του χρόνια σκηνοθετεί την πρώτη μικρού μήκους ταινία του με τίτλο Une plume pour Carole. Στις μεγάλου μήκους περνάει το 1967 με την ταινία Marie pour memoire για την οποία απέσπασε το 1ο Βραβείο του Φεστιβάλ του Biarritz.
amantes3.jpgΑπό πολύ νωρίς, δύο είναι οι επιρροές του Philippe Garrel : ο σκηνοθέτης Jean-Luc Godard και το ροκ συγκρότημα Velvet Underground. Το 1969 συναντά την τραγουδίστρια του γκρουπ, την Nico, η οποία γίνεται παρτενέρ του και συνθέτης της μουσικής στη ταινία La Cicatrice interieure, μία ταινία-cult πάνω στη περιπλάνηση (1972). Ο Garrel μέσα απο τις ταινίες αναζητά την απόλυτη μορφή της εικόνας και διαχέει μέσα στα έργα του «υποκατάστατα του εαυτού του». Το 1982, αποσπά το Βραβείο Jean Vigo για το έργο L'Enfant Secret. Στο Φεστιβάλ των Καννών του 1983 κάνει αισθητή την παρουσία του με την ταινία Liberte la nuit όπου πρωταγωνιστής είναι ο πατέρας του. Την ίδια περίοδο κάνει την επόμενη ταινία του Paris vu par... vingt ans apres.
To 1989 ξεκινά την μακρόχρονη συνεργασία με τον μυθιστοριογράφο Marc Cholodenko με την ταινία Les Baisers de secours. Στοχεύοντας σε μία πιο παραδοσιακή μορφή αφήγησης, ο Garrel, σκηνοθέτης της ενδοσκόπησης, παρουσιάζει ένα πολύ προσωπικό κι ενδόμυχο έργο, το J'entends plus la guitare για το οποίο αποσπά το 1991 το Αργυρό Λιοντάρι στη Βενετία.