του F.W. Murnau
(αποσπάσματα από κριτική του Roger Ebert)
nosfe4.jpg

Το να παρακολουθείς τον «Νοσφεράτου»/Nosferatu  του Μουρνάου/ Murnau  (1922) είναι σαν να βλέπεις μια «πρώιμη» βαμπιρική ταινία, πολύ πριν δηλαδή από την έκρηξη του είδους αυτού των ταινιών (πάνω από 30) από την δεκαετία του 50 και μετά. Νιώθεις ότι στην ταινία αυτή υπάρχει ένα δέος, ότι αυτός που την έκανε πιστεύει στους βρικόλακες. Ο Μάξ Σρέκ, που παίζει το βαμπίρ, αποφεύγει τις θεατρικότητες και δίνει μια «φοβιστική» ερμηνεία, η οποία δεν μοιάζει με καμμία από τις μεταγενέστερες ερμηνείες άλλων ηθοποιών (Μπέλα Λουγκόζι, Κρίστοφερ Λί, κ.α.) σε ανάλογες ταινίες. Ο Σρέκ δεν είναι ένα «φανταχτερό» βαμπίρ, αλλά κάποιο πλάσμα έξω από τα ανθρώπινα που υποφέρει από μια κατάρα. Έχει αυτιά σαν νυχτερίδας και δόντια και νύχια σαν του τρωκτικού, η όλη του δε εμφάνιση μοιάζει σαν αποκριάτικη μεταμφίεση. Παρ’ όλα αυτά δεν χάνει την απόκοσμη και τρομακτική του όψη. (...) Το «Νοσφεράτου» είναι ένα αρχετυπικό φιλμ τρόμου, οδηγός για ό,τι μεταγενέστερο. (...) Σημειολογικά, το όνομα «Νοσφεράτου» είναι μάλλον καλύτερος τίτλος από το όνομα «Δράκουλας». Λες «Δράκουλας» και χαμογελάς. Λες «Νοσφεράτου» και νιώθεις ότι έχεις φάει ένα ξινό λεμόνι.
(...) Στην ταινία υπάρχουν παράλληλα μοντάζ που αλληλοσυμπληρώνονται, κάτι που είναι κύριο χαρακτηριστικό του Μουρνάου και φανερώνει τη μαεστρία του.
nosfe3.jpg(...) Όποιος έχει δει τη σεκάνς του πλοίου είναι σίγουρο ότι ποτέ δεν θα την ξεχάσει… Παντού φέρετρα, νεκροί, αρουραίοι, με τον Κόμη να κυκλοφορεί στη μέση σαν εξάγγελος του θανάτου που φέρνει. Είναι η μορφή του τόσο απόκοσμη που, αν δείτε την ταινία «Εξορκιστής» του Φρίντκιν θα τη φέρετε αμέσως στο μυαλό σας. Όταν το πλοίο φθάνει στο λιμάνι της Βρέμης, η καταπακτή ανοίγει μόνη της και όλοι από το πλήρωμα είναι νεκροί. Οι σκηνές συγκλονίζουν ακόμα και σήμερα, πολλές δεκαετίες από την πρώτη προβολή της ταινίας. Ο Μουρνάου έντεχνα παρεμβάλλει εκεί κάποιες σκηνές, φαινομενικά άσχετες με το θέμα (μια διάλεξη για το έντομο-Αφροδίτη που τρέφεται με αίμα, μια αράχνη που πιάνει τη λεία της), αλλά συμπληρωματικές πινελιές του τρόμου αν γίνουν οι συνειρμοί.
(...) Ο Στόκερ έγραψε ένα βικτοριανό μυθιστόρημα, όπου το σεξουαλικό στοιχείο δεν γίνεται εύκολα φανερό, κυρίως λόγω του συντηρητισμού της εποχής και του τόπου (Λονδίνο, 19ος αι.). Τότε ο κόσμος φοβόταν τα αφροδίσια νοσήματα και μια ιστορία με αίμα θα τους το θύμιζε και ίσως να απαγορευόταν η έκδοσή του βιβλίου. Η ιστορία του βαμπιρισμού θα ερμηνευόταν ως μια προσπάθεια υπονόμευσης των οικογενειακών αξιών.
Είναι η ταινία του Μουρνάου μια ταινία τρόμου με βάση την σύγχρονη αντίληψη; Προσωπικά πιστεύουμε όχι. Περισσότερο μπορούμε να θαυμάσουμε την ταινία αυτή ως ατμοσφαιρική, με απόκοσμες εικόνες, θαυμάζοντας επιπλέον την σκηνοθετική μαεστρία, παρά για μια ταινία που τρομάζει τον σημερινό θεατή. Ας προσέξουμε κάτι όμως: το «Νοσφεράτου» σήμερα δεν μας φοβίζει, αλλά συνεχίζει να μας στοιχειώνει. Μας θυμίζει ότι το κακό είναι μέσα στις σκιές, τρέφεται με τον θάνατο. Κατά μια έννοια, η ταινία του Μουρνάου μας θυμίζει όλα αυτά που φοβόμαστε, τον καρκίνο, τον πόλεμο, την αρρώστια, την τρέλλα. Και αυτό το κάνει με πολύ στιλ, αφού το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ γυρίστηκε με φωτοσκιάσεις. Οι γωνίες λήψης είναι πέρα για πέρα ασυνήθιστες, με φιγούρες που προσπαθούν να αποσπάσουν τον θεατή από το κέντρο της δράσης. Η χρήση επίσης του αρνητικού της φωτογραφίας που ενισχύει το κιαροσκούρο (π.χ. λευκά δένδρα και μαύρος ουρανός) δίνουν άλλη διάσταση στο απόκοσμο θέαμα.
Ο Μουρνάου, μέχρι το 1931 και τον τραγικό του θάνατο στα 43 του, έκανε 21 ταινίες, από τις οποίες μπορόύμε να ξεχωρίσουμε τρία – τέσσερα αριστουργήματα (Νοσφεράτου, Ο τελευταίος άνθρωπος, Φάουστ, Αυγή, Ταμπού). Αν ζούσε, σίγουρα θα έκανε πολλές ομιλούσες ταινίες, με κάποιες από αυτές να είναι εξαιρετικές.
Αλλά η σιωπή των ταινιών του μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία πιο δυνατά από οποιαδήποτε ομιλούσα ταινία. Κι ο «Νοσφεράτου» ενδεχομένως να είναι η πιο «θορυβώδης» από τις ταινίες του, πολύ θορυβώδης για βωβή ταινία. Είναι κοινότοπο να λέμε για τα φιλμ με ήχο ότι είναι π.χ. ονειρικά, όταν το «Νοσφεράτου» πάει την έννοια του ονείρου τόσο μακρυά, κάνοντας περιττή την ετοιμολογία για τους εφιάλτες. Διότι η ανθρώπινη ομιλία διαλύει τις σκιές και τις κάνει να φαίνονται φυσιολογικές. Για τα πλάσματα της νύχτας δεν πρέπει να μιλάμε, παρά μόνο να τα περιμένουμε στον ύπνο μας, σαν τα εν δυνάμει θύματά τους.

(ελληνική μετάφραση δελτίο τύπου)