(Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν)
του Woody Allen
(σχόλιο του Σωτήρη Ζήκου)
Προφανώς και δεν μπορώ να είμαι αμερόληπτος απέναντι στην ταινία. Πρώτα πρώτα γιατί είναι του Γούντι Άλεν που έχω δει και ξαναδεί ό,τι έχει γυρίσει και κάθε χρονιά εδώ και χρόνια έβλεπα και βλέπω με προσμονή την κάθε καινούρια του ταινία.
Πρόκειται πάντα για ταινίες που -αν μη τι άλλο- απευθύνονται σε ενήλικες θεατές. Ποτέ δηθενιές! Όχι γραμμένες και σκηνοθετημένες με εξεζητημένο τρόπο. Μερικές πρέπει να αφήσεις να περάσει λίγος καιρός και να τις ξαναδείς για να γευτείς την αίσθηση του χιούμορ και της σοφίας, διακριτικά υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένες, πίσω από τα προφανή (κωμικά και δραματικά) στοιχεία του στόρι.
Τώρα αυτή η ταινία με πέτυχε στο πιο ευαίσθητο μου σημείο: στη σινεφιλία. Γίνονται αναφορές σε αγαπημένους μου σκηνοθέτες, σε αγαπημένες μου ταινίες, στις πιο αγαπημένες μου σκηνές (μερικές από τις οποίες τις έδειχνα κι εγώ στα μαθήματα κινηματογράφου που έκανα κάποτε). Κατά τη θέαση της ήμουν τόσο συγκεντρωμένος μόνο και μόνο για να μη χάσω αυτές τις αναφορές και δεν τις αναγνωρίσω -ήταν κάτι σαν τεστ για μένα: “Ζιλ και Τζιμ” του Τριφό, “Με Κομμένη την Ανάσα” του Γκοντάρ, το “8 1/2” του Φελίνι, την “Περσόνα” του Μπέργκμαν, την “Έβδομη Σφραγίδα” του Μπέργκμαν στο τέλος. Αλλά και “αδήλωτες” αναφορές σε χαρακτήρες και καταστάσεις παλαιότερων ταινιών του Γούντι Άλεν. Για παράδειγμα η σχέση της Τζοάνα με τον ζωγράφο σύζυγο της αποτελεί κάτι σαν fan fiction της ταινίας του “Vicky, Cristina, Barcelona”. Έλεγα «θα την ξαναδώ, μήπως μου ξέφυγε κάτι».
Και στο ενδιάμεσο να πέφτουν στις ατάκες αναφορές και σε αγαπημένους μου συγγραφείς: Ντοστογιέφσκι, Προυστ, Τζόις, Μπέκετ, ακόμη και Χάνα Άρεντ.
Εντάξει, με πήρε μαζί της στο ταξίδι...
Δεν λέω ότι ήταν σπουδαία ταινία, και έτσι κι αλλιώς, λέω απλώς ότι ήταν δικιά μας. Για όσους μας αφορά αυτό το “μας”.