(Υ.Γ. Παρακαλώ, κάψτε αυτό το γράμμα)
των Michael Seligman & Jennifer Tiexiera
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_ps-burn-this-letter-please.jpg

Το 2014 στη Νέα Υόρκη, ένα κουτί μ’ επιστολές απ’ τη δεκαετία του 1950 βρίσκεται τυχαία σε μια αποθήκη. Παραλήπτης κάποιος Ρίνο Μάρτιν και αποστολείς οι φίλοι του, που του εξιστορούν κάπως πικάντικα τα νέα και τις περιπέτειές τους, υπογράφοντας με ονόματα της καρδιάς κι όχι της ταυτότητας, όπως Δάφνη, Τζόζεφιν, Μπίλι και Τσάρλι. Μερικές απ’ τις πιο γνωστές drag queens της Νέας Υόρκης αφηγούνται, με χιούμορ και τσαχπινιά, σε κάποιον που έμελλε να γίνει διάσημος ατζέντης του Χόλιγουντ, την καθημερινότητα του περιγύρου τους – πάθος, πίκρες, αλλά και πολλή λάμψη. Το Υ.Γ. Παρακαλώ, κάψτε αυτό το γράμμα, παίρνει φόρα από τις αφηγήσεις αυτές, για να δώσει χρώμα και υπόσταση σε μια ολόκληρη εποχή, αναβιώνοντας ένα κομμάτι της ιστορίας της drag κοινότητας, που είχε μείνει ανείπωτη, αφού τα ίχνη της είχαν χαθεί ή καταστραφεί, ακόμα κι απ’ τις οικογένειες που αρνιόντουσαν να δεχτούν τέτοιες αλήθειες.
Μέσα από ένα συνδυασμό, αρχειακού υλικού, φωτογραφιών, σχολιασμού ειδικών, ανάγνωσης αποσπασμάτων των επιστολών και κυρίως χάρη στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών που μας κοιτάνε κατάματα και μας διηγούνται με χιούμορ, ζωντάνια και μεγάλη ειλικρίνεια, τα ξεκαρδιστικά, στενάχωρα και συγκινητικά στιγμιότυπα της ζωής τους, η ταινία κερδίζει το ενδιαφέρον μας, αλλά και τη συναισθηματική συμμετοχή μας. Με τη βοήθεια του μοντάζ και της μουσικής, οι σκηνοθέτες Τζένιφερ Τεσέρα και Μάικλ Σέλιγκμαν (που έκαναν 5 χρόνια έρευνας για το ντοκιμαντέρ αυτό) αναδεικνύουν με ευαισθησία και σεβασμό κάθε μια απ’ τις ιστορίες των drag καλλιτεχνών αυτών, που αγαπήθηκαν πάνω στη σκηνή, αλλά αγνοήθηκαν, περιφρονήθηκαν και κυνηγήθηκαν κάτω απ’ αυτή, κινδυνεύοντας ακόμα και να συλληφθούν αν τους έπιαναν με μακιγιάζ και γυναικεία ρούχα. Ακόμα και το γκέι κίνημα αντιμετώπιζε τις drag queens μ’ αμηχανία και εχθρότητα, υποστηρίζοντας πως του βλάπτουν την εικόνα. Στην πραγματικότητα, αδυνατούσε κι αυτό να κατανοήσει -πόσο μάλλον να αποδεχθεί- πως γίνεται να αρνούνται οικειοθελώς την ανώτερη δύναμη του ανδρικού ρόλου υιοθετώντας την υποδεέστερη κοινωνικά γυναικεία εικόνα. Η πράξη αυτή τις καθιστούσε αντικείμενο καταφρόνιας, μίσους, αλλά και πόθου, καθώς πάνω τους καθρεφτίζονταν πολλές ανομολόγητες και κρυφές φαντασιώσεις.
Το ντοκιμαντέρ θέτει εν συντομία όλους αυτούς τους προβληματισμούς, αναφέρεται στο ρόλο της μαφίας στα μαγαζιά της drag σκηνής και στο πλήγμα που επέφερε το AIDS στην κοινότητα, χωρίς να απομακρύνεται, όμως, ποτέ απ’ την προσωπική απόχρωση και κατορθώνοντας με τη γοητευτική ατμόσφαιρα και το γνήσιο της αφήγησης να γίνει κι αυτό, ένα κομμάτι ζωντανής ιστορίας. Εν τέλει, καταλαβαίνουμε κι εμείς μαζί με τους πρωταγωνιστές πως τα όσα πέρασαν δεν αφορούσαν μόνο τη δική τους ζωή, αλλά χρησίμευσαν στο να πατήσουν πιο σταθερά στα τακούνια τους οι επόμενες γενιές για να διεκδικήσουν με το ίδιο πείσμα, αλλά με πολύ λιγότερες αντιξοότητες το χώρο και την ορατότητα που τους χρωστούσε η κοινωνία.
Η ταινία μας κρατά μαζί της μέχρι το τέλος παίζοντας ταυτόχρονα με τη νοσταλγία μιας δεκαετίας λαμπερής που όλα φάνταζαν τόσο μυθικά ώστε αιτία ευτυχίας ή καταστροφής να μπορούσε να γίνει εύκολα κι ένα κατά λάθος φυλαγμένο γράμμα.

Βραβεία: Βραβείο κοινού – LA Outfest 2020