(Καλοκαιρινές νύχτες)
του Elijah Bynum
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_hot-summer-nights.jpg

    Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου σε κολέγιο της Μασαχουσέτης γνώρισα δύο τύπους που είχαν πολλές ομοιότητες με τους Ντάνιελ Μίντλετον και Χάντερ Στρόμπερι της ταινίας μου. Ο ένας από τους δύο ήταν πιο ντροπαλός και χαμηλών τόνων. Κι είχε ξεκινήσει μια επιχείρηση πώλησης «χόρτου» μαζί με κάποιον άλλο, που σε καμία περίπτωση δεν θα πίστευες ότι οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι συνεργάτες. Εξωστρεφής, γοητευτικός και εμφανώς «κακό παιδί», που έδειχνε να κρύβει μια αληθινή σκοτεινιά μέσα του. Ήταν ένα αταίριαστο ζευγάρι. Πουλούσαν λοιπόν μαριχουάνα στους κοιτώνες της σχολής μου. Ταχύτατα ο ένας κοιτώνας έγινε πέντε, οι πέντε δέκα και σε λίγο οι πάντες στην πανεπιστημιούπολη ψώνιζαν από αυτούς τους δύο τύπους. Άρχισαν να πουλάνε κι εκτός πανεπιστημιούπολης, η δουλειά τους γιγαντώθηκε. Τους παρακολουθούσα ως αθώος παρατηρητής, άκουγα τις ιστορίες που ξεπηδούσαν για τους δυο τους, όλοι γνώριζαν τι έκαναν, όλοι μιλούσαν γι' αυτούς. Όμως, από κάποια στιγμή και μετά δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την επιτυχία, άρχισαν να μην εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και τα πάντα έληξαν άδοξα και μελοδραματικά. Υπήρχε κάτι τραγικό στην ιστορία τους, αυτήν την αταίριαστη φιλία, την ταχύτατη άνοδο και τη δραματική πτώση τους – κι όλα αυτά μέσα σε χρονικό διάστημα ενός έτους. Χρόνια αργότερα, όταν έψαχνα να αφηγηθώ κινηματογραφικά μια ιστορία, η δική τους ιστορία ξεπρόβαλε μέσα στο μυαλό μου.
(...)
    Ήμουν τεσσάρων ετών το 1991, οπότε δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα για εκείνη τη χρονιά. Ήθελα, όμως, η ιστορία μου να διεξάγεται στο παρελθόν και να υπάρχει μια αίσθηση ασαφούς μνήμης. Σαν να εκκινεί από μια βάση συναισθηματικής λογικής κι όχι πραγματικής λογικής. Αυτή είναι μια πολύ συναισθηματική ιστορία ενηλικίωσης. Όταν ανατρέχουμε στις αναμνήσεις μας δεν θυμόμαστε το γεγονός έτσι όπως συνέβη αλλά θυμόμαστε πως μας έκανε να αισθανθούμε. Για μένα αυτό οδηγεί σε μια σαφώς πιο κινηματογραφική εμπειρία από το να γειώσω την ιστορία μου με ρεαλιστικό τρόπο. Επίσης, ήθελα να εντρυφήσω σε μια από τις τελευταίες εποχές πριν από την έλευση του ίντερνετ και των κινητών. Σε μια εποχή που οι μικρές πόλεις ήταν πιο απομονωμένες και ανά πάσα στιγμή προέκυπταν θρύλοι. Άρχισα να γράφω το σενάριο πριν την τρέλα με την αναβίωση των eighties, πριν εμφανιστούν τα «Stranger Things» και «Ready Player One». Έτσι κι αλλιώς δεν με ενδιέφερε η δεκαετία του '80. Ήθελα όμως να τοποθετήσω την ιστορία μου σε μια χρονική περίοδο που φαίνεται ακόμα οικεία, που πολύς κόσμος μπορεί και τη θυμάται έντονα. Επίσης, η αρχή της δεκαετίας του '90 δεν έχει αποτελέσει ακόμα έντονο αντικείμενο κινηματογραφικής εκμετάλλευσης. Κι όταν έμαθα πως η καταιγίδα Bob έπληξε το Κέιπ Κοντ το 1991, πήρα την τελική απόφαση.
(...)
    Ήθελα το σενάριό μου να δίνει την αίσθηση ενός αστικού μύθου μικρής πόλης με κάποια στοιχεία Americana αλλά και φολκλόρ ενσωματωμένα μέσα του. Η ιστορία είναι τόσο μελοδραματική και υπερβολική ώστε ο θεατής χρειάζεται να ακυρώσει την δυσπιστία του και να παρασυρθεί από τα δρώμενα. Προσπάθησα να δημιουργήσω έναν μεγεθυμένο κόσμο: οι πάντες είναι πιο ενδιαφέροντες, πιο συναρπαστικοί από τους ανθρώπους που συναντάμε στην καθημερινότητά μας. Ένα από τα πιο σπουδαία σημεία του να μεγαλώνεις, να περνάς από την εφηβεία στην ενηλικίωση είναι το πως βιώνεις τα συναισθήματα στο πολλαπλάσιο του συνήθους. Έτσι, το πρόσωπο που καψουρεύεσαι γίνεται ο μοναδικός άνθρωπος που θα ερωτευθείς σε όλη σου τη ζωή κι αν τον χάσεις, δεν θα μπορείς να αναπνεύσεις ποτέ ξανά. Τα πάντα βιώνονται διαφορετικά, ιδίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν οι ορμόνες κυριεύουν τα πάντα. Όταν τα συναισθήματά σου βρίσκονται στο κόκκινο, οι τρεις μήνες του καλοκαιριού μπορούν κατά κάποιον τρόπο να βιώνονται ως ένας ολόκληρος χρόνος αλλά και ως ελάχιστες, φευγαλέες στιγμές.
(...)
    Ρόλο αφηγητή στην ταινία έχει ένα τυχαίο 13χρονο αγόρι, το οποίο παρακολουθεί τα μεγαλύτερα παιδιά στην πόλη του. Και αυτά τα παιδιά είναι ολόκληρος ο κόσμος του. Δεν υπήρχε Instagram ή Twitter το 1991. Γι' αυτό το αγόρι, ο Χάντερ και η ΜακΚέιλα Στρόμπερι ήταν τα πάντα. Ήθελα να παρουσιάσω πόσο μεθυστική είναι αυτή η αίσθηση. Ο τρόπος που εμφανίζονται για πρώτη φορά τόσο ο Χάντερ όσο και η ΜακΚέιλα στην ταινία, είναι ο τρόπος που φανταζόμουν ότι θα βίωνε ένας πιτσιρικάς που θεοποιεί τα ινδάλματά του. Ο τρόπος που τους βλέπει. Σαν να έβλεπε τον Τζέιμς Ντιν. Βέβαια, όταν μεγαλώνεις και γυρνάς πίσω στο παρελθόν και θυμάσαι αυτές τις ειδωλοποιήσεις καταλαβαίνεις πόσο χαζά ήταν όλα αυτά. Αλλά όσο τα βιώνεις, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ήθελα να φαίνεται όπως οι ιστορίες που ακούμε για τα παιδιά που ξεχωρίζουν, με φήμες, με κουτσομπολιά, με υπερβολές. Υπερβολικά πράγματα, πολλές φορές παράλογα, που κατασκευάζουν όμως ένας μύθο. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορείς να ξέρεις πού σταματάνε τα γεγονότα και πού ξεκινάει ο θρύλος. Το να ζεις σ' αυτό το ενδιάμεσο διάστημα ήταν συναρπαστικό.
(...)
    Είχα συγκεκριμένο όραμα για το πως έπρεπε να μοιάζει η ταινία, καθώς ουσιαστικά την κουβαλούσα μέσα στο μυαλό μου για πάρα πολλά χρόνια. Η αλήθεια είναι πως μπήκαμε στη διαδικασία να δώσουμε το σενάριο σε σκηνοθέτες βιντεοκλίπ ή διαφημίσεων. Παρά το γεγονός, όμως, ότι όλοι όσοι προσεγγίστηκαν ήταν ταλαντούχοι άνθρωποι και εξαιρετικοί στη δουλειά τους, δεν πλησίαζαν αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου. Είχα αυτήν την παράξενη και μάλλον αλαζονική άποψη πως ήξερα ακριβώς πως έπρεπε να δείχνει η ταινία, οπότε, σκέφτηκα «γιατί να μην τη σκηνοθετήσω εγώ;». Ο ατζέντης και ο μάνατζέρ μου δεν ξετρελάθηκαν με την ιδέα. Τότε ήμουν 25, 26 χρονών και δεν είχα σκηνοθετήσει τίποτε: ούτε βιντεοκλίπ, ούτε μικρού μήκους ταινία, ούτε διαφήμιση. Τίποτα. Πίστευα όμως ακράδαντα πως μπορώ να μάθω τις τεχνικές παραμέτρους της σκηνοθεσίας και να μάθω να δουλεύω με τους ηθοποιούς. Όπως επίσης ήξερα πως θα μπορούσα να προσλάβω καλούς ανθρώπους γύρω μου και να τους εξηγήσω ακριβώς τι είδους ταινία θα γυρίζαμε. Ακούγεται παράλογο τώρα αλλά αυτό ακριβώς έκανα.
(...)
    Με ενδιαφέρουν οι ήρωες που κυνηγάνε κάτι με τόσο πάθος και τόσο έντονα και ολοκληρωτικά οι οποίοι όμως, όταν τελικά πετυχαίνουν το στόχο τους, καταλαβαίνουν πως στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτό που ήθελαν. Το ρεύμα της ζωής σε παρασύρει κι ελπίζεις να κάνεις κάποια πράγματα διαφορετικά την επόμενη φορά, το σίγουρο όμως είναι πως δεν μπορείς να γυρίσεις στο παρελθόν και να διορθώσεις τα λάθη σου. Η αίσθηση αυτή με στοιχειώνει. Την ένιωσα σε βιβλία που διάβασα, σε ταινίες που είδα αλλά και σε αληθινές, δικές μου εμπειρίες. Αυτή η αίσθηση ματαίου: δεν μπορείς όσο να το θέλεις να αλλάξεις πράγματα που έκανες λάθος. Και πρέπει να δεχτείς τελικά πως έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Για μένα αυτό σημαίνει πως ενηλικιώνεσαι. Πως ωριμάζεις.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)