(Η τελευταία σημαία )
του Richard Linklater
(η συνέντευξη του σκηνοθέτη)
Πότε διαβάσατε το βιβλίο του Ντάριλ Πόνικσαν πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία;
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν δεκατρία χρόνια, το 2005 και το διάβασα αμέσως. Ενόσω το διάβαζα σκεφτόμουνα: «Γουάου, αυτό είναι έτοιμο να γίνει ταινία». Τη δεδομένη χρονική περίοδο ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν ήδη μια καταστροφή και το βιβλίο έλεγε πάρα πολλά πράγματα σχετικά με το πως υπήρχαν τρανταχτές ομοιότητες ανάμεσα στον πόλεμο στο Βιετνάμ με εκείνον στο Ιράκ. Ουσιαστικά, όσα έλεγε το βιβλίο συντονίστηκαν με τις σκέψεις μου πάνω στο θέμα. Κυρίως όμως ήταν αυτοί οι τρεις χαρακτήρες, ο Ντοκ, ο Σαλ και ο Μούλερ, που με συνεπήραν. Γούσταρα τρελά αυτούς τους τυπάδες και ήθελα να σκάψω στις ζωές τους έτσι ώστε να δημιουργήσω το πορτρέτο τριών μεσήλικων βετεράνων του πολέμου του Βιετνάμ.
Αυτή, όμως, δεν είναι η πρώτη φορά, που προσπαθήσατε να μεταφέρετε το βιβλίο στον κινηματογράφο, σωστά;
Μόλις διάβασα το βιβλίο ήθελα να το κάνω ταινία. Αλλά το 2006 τελικά σκέφτηκα πως η εποχή δεν ήταν η κατάλληλη. Δεν υπήρχε το κατάλληλο timing. Ως κοινωνία δεν ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κατάματα τον πόλεμο στο Ιράκ, ο οποίος λάμβανε χώρα ακριβώς μπροστά στα μάτια μας, χωρίς να μπορούσε να δει κάποιος πως και πότε θα τελείωνε όλο αυτό. Αν σκεφτεί κανείς την ιστορία των πολεμικών ταινιών εύκολα αντιλαμβάνεται πως οι καλύτερες συνήθως προκύπτουν χρόνια μετά το πέρας του πολέμου. Τότε που οι άνθρωποι είναι επιτέλους έτοιμοι να ξεκινήσουν να εξετάζουν τι ακριβώς έχει συμβεί. Όταν τελικά ξεκαθάρισε πως το φιλμ δεν θα γυριζόταν τότε, θυμάμαι να μιλάω στον Ντάριλ και να του λέω: «Αυτή η ταινία κάποια στιγμή θα γίνει».
Όταν πήρε μπροστά η πραγματοποίηση της ταινίας πώς αποφασίσατε να χειριστείτε το βιβλίο;
Μίλησα με τον Πόνικσαν πριν δύο χρόνια και αποφασίσαμε να αλλάξουμε το αρχικό σενάριο κατά πολύ. Σκέφτηκα λοιπόν να το δομήσουμε έτσι ώστε ουσιαστικά να πρόκειται για ταινία εποχής. Να τοποθετήσουμε τα γεγονότα τον Δεκέμβριο του 2003, την εποχή δηλαδή που συνελήφθη ο Σαντάμ Χουσεϊν. Θεωρήσαμε ότι οι θεατές θα θυμούνται εκείνη τη στιγμή, οπότε όλη η ιστορία θα είναι θεμελιωμένη σε μια πραγματικότητα την οποία όλοι γνωρίζουμε, όλοι τη βιώσαμε, όλοι τη μοιραστήκαμε. Κι αυτό νομίζω πως ήταν και ο αρχικός στόχος του ίδιου του βιβλίου.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή η ταινία είναι ένα είδος σίκουελ της ταινίας «Το τελευταίο απόσπασμα»;
Η σύντομη απάντηση είναι «όχι». Αυτή είναι όμως μια πολύ λογική ερώτηση. Κι αυτό επειδή το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία μας, αποτελεί τη συνέχεια του βιβλίου με τον τίτλο «The Last Detail», πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία «Το τελευταίο απόσπασμα» του 1973. Η ταινία του Χαλ Άσμπι με τους Τζακ Νίκολσον, Ράντι Κουέιντ και Ότις Γιανγκ, βασίζεται κι εκείνη σε βιβλίο του Ντάριλ Πόνικσαν. Και ο Ντάριλ έγραψε το νέο βιβλίο ως σίκουελ του βιβλίου που προηγήθηκε. Όμως, η διαδικασία συγγραφής του σεναρίου για τη δική μου ταινία ήταν ένα μακρύ ταξίδι και η κατάληξή του είναι, νομίζω, ένα μοναδικό μέρος. Αν τελικά γυρίζαμε την ταινία το 2005 ή το 2006 θα μπορούσε να είναι πολύ περισσότερο ένα σίκουελ. Δεν προέκυψε ταινία τότε. Αντί όμως να ματαιωθεί ολωσδιόλου, η ταινία παρέμενε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Τόσο σπουδαίοι χαρακτήρες δεν θα μπορούσαν απλώς να εξαφανιστούν.
Πώς και απευθυνθήκατε στον Τεντ Χόουπ της Amazon Studios;
Γνώριζα τον Τεντ εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν ένας γνωστός ανεξάρτητος παραγωγός, που μας έδωσε ταινίες όπως τα «21 γραμμάρια», το «American Splendor» και το «Μυστικά της κρεβατοκάμαρας». Πλέον είναι επικεφαλής παραγωγής ταινιών στα Amazon Studios. Του τηλεφώνησα λοιπόν, του έστειλα το σενάριο και του είπα πως έφτασε η στιγμή να ειπωθεί αυτή η ιστορία. Του είπα πως η κοινωνία μας είναι έτοιμη πλέον να εξετάσει τα γενεσιουργά αίτια του πολέμου μας στο Ιράκ. Και πως μπορούσαμε πλέον να αποτυπώσουμε την παράνοια που επικρατούσε μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, αυτήν την αίσθηση του «τι στο διάβολο συμβαίνει τώρα;». Να καταλάβουμε για ποιον λόγο έγινε ο συγκεκριμένος πόλεμος. Αυτό που σας είπα και πριν: νομίζω πως πλέον η ιστορία είναι πλέον έτοιμη να την αφηγηθούμε και ο Ted συμφώνησε.
Και πώς καταλήξατε στους τρεις πρωταγωνιστές σας;
Άρχισα να σκέφτομαι σύγχρονους ηθοποιούς που βρίσκονται στην κατάλληλη ηλικία για να υποδυθούν τους συγκεκριμένους χαρακτήρες. Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται καθώς υπάρχουν πολλοί καλοί ηθοποιοί οι οποίοι βρίσκονται στο συγκεκριμένο ηλικιακό πλαίσιο. Ο Στιβ, ο Λόρενς και ο Μπράιαν είναι τρεις πολύ αστείοι τύποι, ο καθένας τους όμως έχει τη δική του αίσθηση του χιούμορ και το δικό του ρυθμό. Ταίριαξαν αμέσως μεταξύ τους. Και αυτό που συμφωνήσαμε ήταν να εξερευνήσουμε πως είναι να βρίσκεσαι στη μέση ηλικία και να γυρνάς πίσω στο χρόνο ενθυμούμενος γεγονότα και συναισθήματα που δημιουργήθηκαν τριάντα χρόνια πριν, όταν οι τρεις αυτοί χαρακτήρες ήταν τόσο δεμένοι, σαν να ήταν αδέλφια.
Πώς θα επιθυμούσατε να αντιδράσει το κοινό απέναντι στην ταινία σας;
Προσωπικά, έχω πολλά πράγματα να πω σχετικά με τον πόλεμο, πράγματα που θα μπορούσαν να προκύψουν πολύ διδακτικά, αλλά αισθάνθηκα πως τούτη η ταινία δεν ήταν το μέρος για να τα εκφράσω. Ελπίζω οι θεατές να αντιδράσουν απέναντι στην ταινία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους καθώς έχουν μπόλικα πράγματα να επεξεργαστούν: ένα έθνος που οδηγήθηκε στον πόλεμο, τις έννοιες της θυσίας και τι σημαίνει αυτό για τον πολιτισμό μας και τον κόσμο μας. Αισθάνομαι άνετα να ασχολούμαι με όλα αυτά σε ανθρώπινη κλίμακα. Νομίζω πως κάθε φορά που μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους να σκεφτούν αυτά τα θέματα, αξίζει να γυρίσεις μια ταινία όπως «Η τελευταία σημαία».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)