(για την Αόρατη κλωστή του Paul Thomas Anderson)
της Μαρίας Γαβαλά
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_phantom-thread.jpg

Για να εισχωρήσουμε ευκολότερα στο σκοτεινό και μυστηριώδες σύμπαν του «Phantom Thread» ( Αόρατη Κλωστή), της τελευταίας ταινίας του Πολ Τόμας Άντερσον, καλό είναι να σιγουρευτούμε πρώτα για κάποια πράγματα που ενδεχομένως θα μας βοηθήσουν σε όλα τα στάδια του εγχειρήματός μας. Τίποτα δεν μοιάζει να είναι τυχαίο πάνω και γύρω (μέσα και έξω) από αυτή την υποφωτισμένη σκηνή θεάτρου όπου θα ξετυλιχτούν όλα τα άυλα, όσο και τα αισθητά, νήματα ανάμεσα σε δύο ανόμοιους ανθρώπους: έναν καλλιτέχνη αποσυρμένο στον προσωπικό και περίκλειστο κόσμο του, έναν επιφανή μόδιστρο, νοσηρά παθιασμένο με την τέχνη του, και μια νεαρή γυναίκα – που είναι το mannequin και η σύντροφός του –, η οποία προσπαθεί, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, να τον επαναφέρει στον ανθρώπινο εαυτό του, έτσι ώστε να μπορέσει να ζήσει μαζί του όπως τουλάχιστον το επιθυμεί και το οραματίζεται η ίδια αρχικά: σε συνθήκες αμοιβαίου έρωτα, συζυγικής αγάπης και αληθινής συντροφικότητας. Δυτικό Λονδίνο, λίγα χρόνια μετά το τέλος των βομβαρδισμών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σημάδια των πληγών που άφησε πίσω του ο κεραυνός ακόμα νωπά και ορατά για όποιον δεν θέλει να τα προσπερνά και να τα αγνοεί. Ο χώρος εργασίας και δημιουργικότητας του Reynolds Woodcock, όπως και ο ευρύτερος ανθρώπινος περίγυρός του, είναι αυστηρά, θα το έλεγες και ασφυκτικά, γεμάτος από γυναίκες, όχι όμως και γυναικοκρατούμενος. Το κατώτερο προσωπικό, οι μοδίστρες, οι κοπέλες που επιδεικνύουν τα ρούχα, οι πελάτισσες (όλες εκπρόσωποι της υψηλής κοινωνίας, αριστοκράτισσες, γαλαζοαίματες, παρακμιακές εκατομμυριούχες, γυναίκες είτε σε νεαρή είτε σε ώριμη ηλικία) –από τη μία υπάρχει ο θαμπός και σκυφτός κόσμος του μόχθου, που δουλεύει σαν επιμελώς γρασαρισμένη μηχανή, από την άλλη παρελαύνουν τα κορδωμένα, ευτραφή και καλοταϊσμένα ανθρώπινα δείγματα της κοινωνίας του μεταπολεμικού λούσου, της κατανάλωσης και της επίδειξης, που απλώς περιφέρονται και ακκίζονται σε διάφορες κοσμικές συναθροίσεις –, μοιάζουν με άβουλα όντα, με αθύρματα στα χέρια του επικεφαλής όλου αυτού του καλά ρονταρισμένου συστήματος, ενός και μόνον ανθρώπου, του Reynolds Woodcock, που είναι μεν ο διευθυντής, ο ενορχηστρωτής όλων αυτών των ήχων από άψυχα μουσικά όργανα, άλλο τόσο όμως είναι κι ο ίδιος ένα επιπλέον αυτόματο. Ένα ανδρείκελο λόγω των καθημερινών ιδεοληψιών του και κάποιων αόρατων νημάτων που τον κρατούν δέσμιο της παιδικότητάς του, τυλιγμένο «αεροστεγώς» σε ρούχα, οι πτυχές της φόδρας των οποίων έχουν μετατραπεί σε κρύπτη καλά διατηρημένων μυστικών και ανεπούλωτων τραυμάτων. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό το ομαδικό πορτρέτο γυναικών αποτελεί το ντουέτο των συμπρωταγωνιστριών του ισχυρού άνδρα: α. Η αδελφή του Σίριλ, το δεξί του χέρι, μια τυπική βρετανίδα γεροντοκόρη, αποστερημένη μερικών βασικών ευεργετημάτων της ζωής, αρεσκόμενη στη βουβή συναίνεση, στην ανέκφραστη δυσαρέσκεια ή διαφωνία, την οποία ο αδελφός της συνήθως αποκαλεί με το τρυφερό παρατσούκλι «my old so and so» και β. η παρείσακτη γυναίκα, η εισβολέας στον σκοτεινό κόσμο του μονήρη άνδρα, η οποία ονομάζεται Άλμα Έλσον, προέρχεται από την ηπειρωτική Ευρώπη («οι δύο Βρετανοί από τη μία, η ήπειρος από την άλλη», καταπώς θα το έθετε ο Φρανσουά Τρυφώ), εργάζεται ως σερβιτόρα σε μια επαρχιακή πανσιόν, ενώ περισσότερο μοιάζει με γαλατού και κορίτσι των αγρών, και είναι εκείνη που θα αναλάβει τον ρόλο της επίσημης συνοδού του, όπως και του ευνοούμενου μανεκέν του. Πάνω στη θεατρική σκηνή αυτού του θεάτρου της τυπολατρίας, της αυστηρά τηρούμενης και απαραβίαστης ρουτίνας, οι ρόλοι της εξουσίας και της εξάρτησης ή υποταγής είναι με ακρίβεια και σχολαστικότητα καθορισμένοι (όσο και αντιστρεφόμενοι), ενώ οι ταυτότητες θα παραμείνουν μέχρι το τέλος ακαθόριστες και μη προβλέψιμες ως προς τις διάφορες πτυχές τους. Όπως ακριβώς και το μυστηριώδες πορφυρό χρώμα στα μάγουλα της κοπέλας, μια παραξενιά της φύσης ενδεχομένως ή μια σηματοδότηση, προερχόμενη από την ψυχική διάθεση της ίδιας της γυναίκας που φέρει τούτο το παροδικό στίγμα, το κόκκινο χρώμα που θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία αλλαγής στη συμπεριφορά ενός αφέντη/Πυγμαλίωνα, απέναντι σε πρόσωπα και σε πράγματα. «Με λένε Άλμα και μένω εδώ» θα συστηθεί στη συνέχεια το μανεκέν, σε μια από τις εκπροσώπους της υψηλής κοινωνίας που αποτελεί αποκλειστικά την πελατεία του μόδιστρου. Στον ίδιο τον αφέντη του οίκου θα δηλώσει: «αν περιμένεις να κατεβάσω πρώτη τα μάτια, θα απογοητευτείς». Στην αδελφή του θα στείλει το τελεσίγραφο: «θέλω να τον αγαπώ με τον τρόπο μου» και στον θεράποντα γιατρό του συζύγου της: «εκείνος είναι όλος μου ο εαυτός». Άρα το άβουλο μανεκέν παίρνει την πρωτοβουλία να αλλάξει από μόνο του τους ρόλους (ο εξουσιαστής θα πάρει τη θέση του εξουσιαζόμενου, και αντιστρόφως), επιπλέον όμως να διαφοροποιηθεί ως προς τις λεπτομέρειες της αρχικής του ταυτότητας. Εκείνο που δεν αλλάζει με τίποτα είναι η χοάνη που οδηγεί στο ίδιο πάντα ερεβώδες σπήλαιο, εκεί όπου βρίσκονται έγκλειστοι –ες αεί – οι ήρωες τούτης της αινιγματικής, γοτθικής ιστορίας. Αυτή η δίοδος κατάβασης θα μείνει, μέχρι το τέλος, ίδια και απαράλλακτη. Κι αυτή η αδυνατότητα μετάλλαξης είναι και το καλούπι, το αρχικό και οριστικό σχέδιο, το πατρόν πάνω στο οποίο θα κτιστεί το κυρίως οικοδόμημα και πάνω στο οποίο θα ραφτεί το νυφικό, που είναι και το οικόσημο του επιφανούς κάστρου. Έχουμε να κάνουμε με έναν γοτθικό πύργο αξεδιάλυτων μυστηρίων και μυστικών – μια κι η ψυχή του ανθρώπου είναι όντως άβυσσος, εκεί όπου οι μοναδικές επιτρεπτές χαραμάδες (αποδεκτές εν τέλει από όλους τους ενδιαφερόμενους) – και, μέσω αυτών, λίγες ακτίνες φωτός – , θα είναι όσες περνούν μέσα από το φίλτρο της αρρώστιας ή του θανάτου (η δηλητηριασμένη τροφή), προκειμένου να προτείνουν πρότυπα αυτού που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «μια νορμάλ ζωή». L'amour à mort, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε έναν άλλο αγαπημένο μας σκηνοθέτη (Αλαίν Ρεναί). Παράξενη λογική, αλλόκοτη, καθόλου ελκυστική, αντίθετα απωθητική αυτή καθαυτή, έτσι όπως εφαρμόζεται από μια ερωτευμένη σύζυγο/διαβολική τροφό, η οποία παίρνει πραξικοπηματικά τη θέση μιας μητέρας/φαντάσματος, ενδεδυμένης με το δαντελένιο νυφικό, το πρώτο χειροτέχνημα ενός γιου που αρέσκεται να μένει αγκιστρωμένος στην παιδικότητά του. «Αρρωστημένη», ήταν ο χαρακτηρισμός- ετυμηγορία από πολλούς θεατές της ταινίας, μετά το τέλος της προβολής της. «Κατάμαυρη και απαισιόδοξη». Έτσι όπως άλλωστε, πολύ συχνά, είναι ένα λογοτέχνημα ή μια ταινία που αναλαμβάνει να διαχειριστεί το αξίωμα: ο έρωτας δεν είναι μόνο ευλογία, αλλά μπορεί να γίνει και κατάρα. Δεν απελευθερώνει πάντα, ούτε εξαγνίζει πάντα, αλλά μπορεί να εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε αράχνινους ιστούς, πλεγμένους από άυλα νήματα ανθρώπινης αδυναμίας και νοσηρότητας, εκεί όπου άλλωστε οδηγεί και κάθε παιχνίδι εξουσίας και εξάρτησης, όταν χάνεται οποιοσδήποτε έλεγχος. Και αν πολύ συχνά στην ταινία του Άντερσον αισθανόμαστε τον Χίτσκοκ να μας κλείνει το μάτι (“Rebecca”, “Suspicion”, ‘’Psycho” κ.ο.κ), στην πραγματικότητα, το σύμπαν στο οποίο παραπέμπει το «Phantom Thread» είναι εκείνο του Ντέιβιντ Λιντς, όπως άλλωστε παραδέχεται και ο ίδιος ο δημιουργός του.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_phantom-thread-2.jpg
Η ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, ακόμα και όταν δεν σταματά στιγμή να «ενοχλεί» τον θεατή με το πιεστικό ερώτημα του αν ένας άνθρωπος μπορεί να «φορεθεί» με τον ίδιο τρόπο που φοριέται ένα ρούχο, ή με το θέμα του τι γίνεται στην περίπτωση που χρειάζονται διορθώσεις, μεταποίηση ή το εξολοκλήρου ξαναράψιμο ενός «ανάλογου φορέματος», ποτέ δεν χάνει κανένα από τα μέγιστα προτερήματά της, εκείνα μιας πραγματικά βιρτουόζικης κινηματογραφικής κατασκευής. Μοιάζει με κομψοτέχνημα βγαλμένο από τα χέρια ενός δημιουργού που γνωρίζει πολύ καλά όλα τα μυστικά της τέχνης του. Ο χαρισματικός μόδιστρος ταυτίζεται απόλυτα με τον ευφυή σκηνοθέτη, με τον ίδιο τρόπο που ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει με καμάρι τα προτερήματα του ερμηνευτή του, την ώρα που παίζει μαζί του μια σοφιστικέ, πολύ όμως συναρπαστική παρτίδα σκάκι. Και οι δύο μοιάζουν πάντα ανικανοποίητοι με το αποτέλεσμα της δουλειάς τους, και οι δύο δείχνουν να είναι αλύτρωτοι από τα προσωπικά τους φαντάσματα (ορατά ή αόρατα), ο καθένας με τον τρόπο του φυσικά. Επίτευγμα αποκλειστικά των Πολ Τόμας Άντερσον και Ντάνιελ Ντέι-Λιούις λοιπόν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα; Θα το υποστήριζε κάποιος αν στο προσκήνιο δεν ήσαν και όλες οι άλλες αρετές της ταινίας (στο σενάριο, στη φωτογραφία, στη μουσική ή στα κοστούμια), κυρίως όμως αν δεν ήσαν οι δύο πολύ δυναμικά τοποθετημένες γυναικείες μορφές, τόσο εκείνη της μανεκέν-συζύγου, όσο και της αδελφής. Οι δύο ερμηνεύτριες (Βίκι Κριπς και Λέσλι Μάνβιλ) διαθέτουν μια σπάνια δυναμική και αποτελεσματικότητα σε ό,τι κάνουν. Κάθε τους κίνηση, κάθε τους βλέμμα, οι σιωπές τους όσο και οι λέξεις που εκστομίζουν, οι λεπτομέρειες της συμπεριφοράς τους, όλα μαζί συνθέτουν δύο ανθρώπινους χαρακτήρες και δύο γυναικείες φιγούρες που σίγουρα έχουν ήδη αφήσει πίσω τους μια πολύ δυνατή σφραγίδα. Και στους ισχυρισμούς πως το «Phantom Thread» είναι μια σκοτεινή και απόλυτα καταθλιπτική ή «βραδυφλεγής» ταινία (όπως διάβασα σε κάποιο έντυπο), μπορεί κανείς να αντιτάξει επίσης πως είναι μια ταινία που διαθέτει ένα πολύ φίνο, υποδόριο χιούμορ. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα τους θορύβους της Άλμα καθώς τρώει πεινασμένα το πρωινό της παξιμάδι, καθώς κόβει το βούτυρο και το αλείφει στο ψωμί της, καθώς σερβίρει άπαντα τα ροφήματα (ή στο πώς παρασκευάζει τα ανόσιά της αρτύματα), για να εισπράξει κάποια στιγμή την απόλυτη μομφή – «είναι σαν να έχεις μπει μέσα στο σπίτι πάνω σε άλογο». Αλλά δεν ξεχνάμε και το διαρκές απολαυστικό κινηματογραφοφιλικό παιχνίδι που διεξάγεται επί οθόνης –βλ. το εμβληματικό και μοιραίο πράσινο φόρεμα του χιτσκοκικού «Vertigo», περασμένο με το ζόρι στο πλαδαρό γερασμένο κορμί της αλκοολικής εκατομμυριούχου, ο τρόπος που το ξεκολλά από πάνω της η Άλμα, ο ανέμελος και όλο αυταρέσκεια τρόπος που ο Reynolds το ρίχνει στον ώμο του, αποχωρώντας νικητής από το το σπίτι μιας γελοίας και αξιοθρήνητης ζάπλουτης, η οποία δεν έχει κανένα, απολύτως κανένα δικαίωμα, να φορά τα ρούχα της δικής του πατέντας, μια κι είναι παντελώς ανάξια αυτής της χάριτος. Οι αραχνοΰφαντες κλωστές, ας μην το ξεχνάμε, ταιριάζουν όχι μόνο σε μεταξωτά φορέματα και σε φίνες δαντέλες, αλλά και σε καλλίγραμμα και ελκυστικά σώματα. Είναι ζήτημα αρμονίας και τιμής. Όσο για την ψυχή (Άλμα) του ανθρώπου, το ξανάπαμε, εδώ η ρωγμή είναι απροσμέτρητη και κάποιες φορές ανήκει, όπως και ο θάνατος άλλωστε, στον κόσμο του αδιανόητου ή απλώς του ακατανόητου.